Πρόκειται για την κοινή εορτή «συνάξεως» των Πατέρων αυτών, κατά τη λειτουργική ορολογία. Η κοινή εορτή τους καθιερώθη τον ΙΑ' αιώνα, επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081 -1118). Την αιτία της σύστασης της κοινής εορτής, μας αφηγείται το συναξάριο της ημέρας. «Στάσις, διένεξις, υπήρχε εις την Κωνσταντινούπολη μεταξύ «των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών». Από τους τρεις Ιεράρχες άλλοι θεωρούσαν σπουδαιότερο τον Χρυσόστομο, άλλοι τον Βασίλειο, και άλλοι τον Γρηγόριο. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις διαμαχόμενες παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλειτών και των Γρηγοριτών. Ο μητροπολίτης Ευχαΐτών Ιωάννης, Μαυρόπους, λόγιος και ευλαβής κληρικός, έθεσε τέλος στην έριδα αυτή. Αυτός, κατά τη διήγηση του συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους τρεις αγίους, πρώτα τον καθένα χωριστά και ύστερα και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν με ένα στόμα: «Ημείς οι τρεις είμεθα ένα, καθώς βλέπεις, κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε… Πρώτος δεν υπάρχει μεταξύ μας ούτε δεύτερος… Σήκω λοιπόν και πες σ’ εκείνους που μαλώνουν, να μη χωρίζονται σε παρατάξεις. Γιατί ημείς και στη ζωή μας και μετά τον θάνατό μας δεν έχομε άλλη επιθυμία, παρά να ειρηνεύει και να ομονοεί όλος ο κόσμος».
Έτσι ο Μαυρόπους, συμφιλίωσε τις διαμαχόμενες ομάδες, και η εορτή της 30ής Ιανουαρίου αποτέλεσε το σύμβολο της ισότητας, της ενότητας των μεγάλων διδασκάλων και της συμφιλίωσης. Από τότε σε κοινή εικονογραφική παράσταση περιλαμβάνονται και οι τρεις, ντυμένοι τα αρχιερατικά τους άμφια με το Ιερό Ευαγγέλιο στο ένα χέρι και με το άλλο να ευλογούν. Σ’ αυτούς ενσαρκώθηκε το τέλειο χριστιανικό ιδεώδες, του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», πλασμένου και εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Στα πρόσωπα των τριών Ιεραρχών συναντήθηκε η παιδεία, η μόρφωση και η ελληνική φιλοσοφική κατάρτιση με τη χριστιανική αλήθεια. Μορφώθηκαν ελληνικά, δίδαξαν ελληνικά και έγιναν πρωταθλητές της ευσέβειας, αρετής, αγιότητας και προστάτες των γραμμάτων. Ο Γ Θεολόγος τόνισε ότι το έργο των δασκάλων είναι Τέχνη των Τεχνών και Επιστημών, για την Παιδεία. Ο Μ. Βασίλειος συνιστά να γίνεται στην τάξη η διδασκαλία ελεύθερα και ο δάσκαλος να είναι σύμβουλος των μαθητών... Άλλωστε, ο Σεφέρης, τονίζει ότι η Παιδεία είναι ο κυβερνήτης της ζωής μας και ο Ρ. Φεραίος, ότι θέλουμε μαθητές να συλλογίζονται και δασκάλους να δίνουν το παράδειγμα. Οι Ιεράρχες ήσαν οι σοφοί κατά κόσμον και σοφοί κατά Θεόν. Αρμονικότερη σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού σ’ όλη την τελειότητα δεν παρουσιάσθηκε ποτέ στον κόσμο. Γι’ αυτό και η εορτή τους χαρακτηρίζεται της ελληνοχριστιανικής παιδείας, της οποίας διδάσκαλοι και πρότυπα υπήρξαν οι τρεις Ιεράρχες. Εξάλλου, η εκκλησιαστική παράδοση συνέδεσε τη συγγραφή βυζαντινών λειτουργιών του Μ. Βασιλείου, Ι. Χρυσοστόμου και μιας της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας που φέρεται με το όνομα του Γρηγορίου. Άλλωστε, στους ναούς μας εικονίζονται οι τρεις Ιεράρχαι στην κόγχη του αγίου βήματος, με τα ειλητάρια της θείας λειτουργίας στα χέρια, να περιβάλλουν το θυσιαστήριο σαν να λειτουργούν αδιαλείπτως, μαζί με τους ιερείς, που τελούν τα μυστήρια σήμερα. Έτσι, ακριβώς μας παρουσιάζει η Εκκλησία μας τα τρία μεγάλα αυτά τέκνα της Σοφίας, που μας δίδαξαν τη θεία σοφία των λόγων και των παραδειγμάτων τους, υπηρετώντας όλα τα στοιχεία της λατρείας μας... Αυτό είναι το νόημα και ο σκοπός της τιμής των αγίων στην Εκκλησία μας. Να δείξει αυτή την αδιάλειπτη και αδιάσπαστη κοινωνία των μελών της Εκκλησίας. Κοινωνία ζώντων εν Χριστώ πιστών, είτε στη γη αυτή είτε στη μακαρία κατάσταση του ουρανού. Κοινωνία για την οποία δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά μόνο ζώντες, εφ’ όσον όλοι όσοι αποτελούν μέλη της ενώθησαν δια των μυστηρίων με τον αιώνιο και αθάνατο χορηγό της ζωής, τον Χριστό. Η ακολουθία των τριών Ιεραρχών αποδίδεται από τον συντάκτη του συναξαρίου της εορτής τους στον Ιωάννη Μαυρόποδα, που συνέταξε γι’ αυτήν κανόνες, τροπάρια και εγκώμια. Εκτός όμως από τον Μαυρόποδα συνέβαλαν και άλλοι υμνογράφοι στην ολοκλήρωση της υμνογραφίας της εορτής. Τα ιδιόμελα της λιτής και τα στιχηρά των αποστίχων του εσπερινού αποδίδονται στον Νείλο Ξανθόπουλο, το δε ιδιόμελο στο «Και νυν» των αποστίχων είναι ποίημα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Έτσι, οι μέγιστοι φωστήρες και μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας, αποτέλεσαν τον χρυσό αιώνα, για τον Ελληνισμό και την Εκλησία μας.
Από τον Απόστολο Ποντίκα, δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο