Αυτές οι σκόρπιες μνήμες-εντυπώσεις των ανθρώπων μας από εκείνη την τόσο επώδυνη εποχή που έρχονται στην επιφάνεια πάντα με τη ζεστή κουβέντα μαζί τους, μοιάζουν με τα φθινοπωρινά φύλλα των δέντρων που πέφτουν ένα - ένα, αργά και σταθερά, μέχρι την άφιξη του σκληρού χειμώνα. Μόνο που εδώ, στην περίπτωσή μας, τα ξερά αυτά φύλλα, δηλαδή οι Μνήμες, δεν χάνονται τόσο εύκολα και γρήγορα όπως πέφτουν τα κίτρινα φύλλα των δέντρων στα ρείθρα των δρόμων που με την πρώτη βροχή εξαφανίζονται, αλλά τα κρατάμε σφιχτά στην αγκαλιά της ψυχής μας, ως πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια, γιατί αυτά τα λίγα, τα μικρά κι όμως έντονα συναισθηματικά φορτισμένα γεγονότα, μαζί με τα άλλα τα πολλά και τα μεγάλα, θα φωτίζουν ως φάροι την υπόλοιπη ζωή μας.
Ο γείτονας Δ.Π. 93 ετών, θυμήθηκε προχθές κι άλλα «πράγματα» από εκείνη την περίοδο: «Βρισκόμουν στο εμπορικό του πατέρα μου, στην οδό Φιλελλήνων, πάνω. Άκουσα έναν επίμονο βόμβο, βγήκα και είδα να περνάνε πολλά αεροπλάνα σε σχηματισμούς, βομβαρδιστικά ήταν, συμμαχικά, μάλλον αμερικανικά. Έτρεξα στο Φρούριο, ανέβηκα στο Μπεζεστένι -τότε ήταν επιχωματωμένο- κι από ‘κει έβλεπα πού κατευθύνονταν. Βόμβες έπεσαν στο μηχανοστάσιο των σιδηροδρόμων και στη γύρω περιοχή». Ο γράφων, παιδί, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ως κάτοικος της ευρύτερης περιοχής, με τους φίλους του, στις εξερευνήσεις μας, … ανακάλυψε τους μεγάλους και βαθείς λάκκους, που άνοιξαν εκείνες οι βόμβες πέφτοντας, σχεδόν παράλληλα με την οδό Καρδίτσας, κοντά στο σημερινό κτίριο της ΔΕΗ.
Ο Μ.Π. 82 ετών, κάτοικος της περιοχής του Μύλου του Παπά, είδε κι αυτός τα βομβαρδιστικά που «έρχονται από τη μεριά του Κισσάβου, όπως και τον Γερμανό πολυβολητή που έριχνε με το οπλοπολυβόλο από την ταράτσα του εργοστασίου υφασμάτων του Πατσάλη, (σήμερα πολυκατάστημα ΠΛΑΙΣΙΟ), προς τα αεροπλάνα.
Ο Γ.Σ. 82 ετών, για τους βομβαρδισμούς αυτούς είναι πιο αναλυτικός: «Ένα –δύο μήνες πριν την αναχώρηση και του τελευταίου Γερμανού από τη Λάρισα και ύστερα από 4-5 μέρες από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς των αγγλικών αεροπλάνων, βρέθηκα με φίλους μου στην περιοχή του Μεζούρλου. Πλησιάσαμε στις γραμμές. Και είδαμε διαλυμένα βαγόνια. Έβλεπες κάποιους να κάνουν πλιάτσικο, αρπάζοντας ποδήλατα και μοτοσικλέτες, που τις πουλούσαν ύστερα στην αγορά».
Ο Λ.Κ. 86 ετών, για τους βομβαρδισμούς άλλων συμμαχικών αεροπλάνων, θυμάται: «Κάθε πρωί σχεδόν, πολύ πρωί, βλέπαμε από το ύψωμα (εννοεί το ανατολικό τμήμα του λόφου του Φρουρίου), να πετάνε οι «γαλατάδες», έτσι τα λέγαμε αυτά τα συμμαχικά αεροπλάνα, γιατί ερχόντουσαν πολύ πρωί, όπως οι γαλατάδες με τα γαϊδουράκια από την Τερψιθέα, και βομβάρδιζαν στόχους μέσα στο αεροδρόμιο. Αργότερα μάθαμε ότι ερχόντουσαν από το αεροδρόμιο της Νεβρόπολης, εκεί που αργότερα έγινε η τεχνητή λίμνη Πλαστήρα».
Για τις βίαιες αγγαρείες που υπέβαλλαν οι Γερμανοί στους περαστικούς πολίτες, ο Ξ.Β. 87 ετών, παραθέτει τη δική του εμπειρία: «Ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου απ’ τα Ταμπάκικα να πάμε στην αγορά να ψωνίσουμε. Ενώ ανεβαίναμε την οδό Ολύμπου, μπροστά εγώ πίσω ο πατέρας, στο ύψος του καφενείου «Άσπρα πουλιά», βλέπω να έρχεται από την οδό Νιρβάνα ένα τσούρμο για αγγαρείες. Γυρίζω το κεφάλι πίσω στον πατέρα μου και του κάνω νόημα να φύγει, λέγοντας, «ντάιεψε», δηλαδή φύγε, σπάσε, στα… τουρκογύφτικα. Με βλέπει ένας Γερμανός και μ’ αρχίζει στις κλωτσιές».
Το θέμα της επιστράτευσης -όχι όμως βίαιης- για βαριές δουλειές (αγγαρείες), λειτούργησε και από την ελληνική πλευρά, αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, με «θύματα» Γερμανούς αιχμαλώτους. Κάποιοι επιτήδειοι, τους μοίραζαν κατά ομάδες σε επαγγελματίες που είχαν καταστήματα με βαριά εμπορεύματα. Ο Μ.Π. λέει γι’ αυτό το θέμα: «Το ξυλουργείο του Γκανά (γωνιά Ολύμπου και Νίκης), όπου σήμερα είναι το ζαχαροπλαστείο του Δαρδαμανέλη, απασχολούσε Γερμανούς για τη μεταφορά βαριάς οικοδομικής ξυλείας».
Ο Δ.Π. θυμάται επίσης: «Όταν οι Γερμανοί άφησαν ανοιχτή την πόρτα της παλιάς πυριτιδαποθήκης (παλιές φυλακές και σήμερα Μουσείο της Εθνικής Αντίστασης), στην οδό Ιουστινιανού και ελεύθερα ο καθένας έμπαινε και έπαιρνε ό,τι ήθελε. Πήγα κι εγώ με τους φίλους μου. Παίρναμε τις χειροβομβίδες, τις αχρηστεύαμε τραβώντας ένα συρματάκι και τις ξεβιδώναμε. Παίρναμε από μέσα τα «μακαρόνια» και τα βάζαμε φωτιά. Αυτές τις άδειες χειροβομβίδες τις έλεγαν ταμπακέρες».
Ο Λ.Κ. ήταν κι αυτός «πελάτης» της πυριτιδαποθήκης, αφού με τ’ αδέλφια του προμηθεύονταν τα εκρηκτικά για τα παιχνίδια τους… «Βάζαμε τα μακαρόνια στη σειρά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, ανάβαμε το πρώτο κι έβλεπες το «αναμμένο φίδι» να σφυρίζει, προχωρώντας… Ένα βράδυ, ο πατέρας μας τα μάζεψε όλα, τα συγκέντρωσε στο μέσο της αυλής του σπιτιού μας και τα έβαλε φωτιά. Έγινε χαμός. Φωτίστηκε όλη η γειτονιά κι εμείς βουλώναμε τ’ αφτιά μας!!».
Ο Ν.Λ. 88 ετών, θυμάται: «Στο σπίτι μας στον Πέρα Μαχαλά, φιλοξενήσαμε για μία μέρα δώδεκα Εβραίους που ήλθαν από τη Θεσσαλονίκη για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη από τους Γερμανούς. Άκουσα πως έφυγαν τη νύχτα για το βουνό. Όταν ένα απόγευμα περνούσα από την Κεντρική πλατεία, την ώρα της υποστολής της Ιταλικής σημαίας, είδα τον Ιταλό αξιωματικό να βγάζει το πιστόλι και να σκοτώνει τον καροτσέρη που περνούσε εκείνη την ώρα με το κάρο του, γιατί δεν σταμάτησε. Επίσης στην πλατεία μια άλλη φορά, είδα έναν κρεμασμένο με καλώδιο πάνω στην κολόνα του ηλεκτρικού».
Τελειώνουμε με τον Β.Σ., ο οποίος θυμήθηκε το κορκότο, τον καιρό της πείνας. «Σαν μεγαλύτερος απ’ τ’ αδέλφια μου, φορτώθηκα ένα τσουβαλάκι στον ώμο με σιτάρι που το αντάλλαξα με καπνό στη μαύρη αγορά του Σταθμού και πήγα στον μύλο του Μέλιου (οδός Νίκης), σήμερα είναι πολυκατοικία, να το ψιλοκόψει η μηχανή. Το παίρναμε στη χούφτα μας, το βρέχαμε και το τρώγαμε έτσι για να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Αυτό ήταν το κορκότο…».
Δυστυχώς σ’ αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, όπως συμβαίνει με τους πολέμους, θύματα συνήθως είναι τα μικρά παιδιά και οι νέοι άνθρωποι. Ακόμα και τώρα, σε τοπικούς πολέμους (π.χ. Συρία), τα μικρά παιδιά εξακολουθούν να ζουν τη φρίκη, ενώ οι ισχυροί της γης κλείνουν τα μάτια ή κάνουν πως δεν βλέπουν, γιατί κοιτάζουν μόνο ό,τι τους συμφέρει…
Από τον Τάσο Πουλτσάκη