Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές επιφέρουν σοβαρά προβλήματα στην εσωτερική συνοχή της Ε.Ε. και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τη δράση εγκληματικών οργανώσεων στη στρατολόγηση με τη χρήση απατηλών μέσων, απειλών και βίας ανδρών, γυναικών και παιδιών και στην εξώθησή τους στη γενετήσια εκμετάλλευση και καταναγκαστική εργασία. Η εμπορία ανθρώπων αποτελεί κύρια μορφή οργανωμένης εγκληματικότητας και ως ένα πολυδιάστατο φαινόμενο που εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, διευρύνεται καθημερινώς σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο δράσης, λαμβάνοντας συνεχώς νέες μορφές. Επιπλέον, εγείρει θέματα αποδόμησης του κράτους δικαίου και της επιβολής του νόμου, αυξάνει την ανισότητα και τις διακρίσεις στα κοινωνικά στρώματα και συνδέεται άρρηκτα με την παράτυπη μετανάστευση. Συγχρόνως, θίγει τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σηματοδοτεί βάναυση καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και δικαίως παρομοιάζεται από τους μελετητές ως η σύγχρονη μορφή δουλείας. Μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί διεθνώς ως η «ανθρώπινη περιπέτεια» της νέας χιλιετίας, αφού η εκμετάλλευση αφορά σε μία πληθώρα ανθρωπίνων δραστηριοτήτων - παράνομη διακίνηση, υποχρεωτική καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια, παράνομη κατακράτηση και στέρηση της ελευθερίας και τείνει να καθιερωθεί στην πρώτη θέση των εγκλημάτων παγκοσμίως. Η έξαρση του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων και η παγκόσμια αναγνώρισή του ως φαινομένου με διεθνείς προεκτάσεις και άγνωστο αριθμό θυμάτων -σύμφωνα με στοιχεία του Ο.Η.Ε.- 4 περίπου εκατομμύρια άνθρωποι πέφτουν κάθε χρόνο θύματα του εμπορίου ανθρώπων, το οποίο θεωρείται η 3η πιο επικερδής δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων- εγείρει το ενδιαφέρον της Ε.Ε., εθνικών κυβερνήσεων, Μ.Μ.Ε., Μ.Κ.Ο., πολυεθνικών οργανισμών, ανθρωπιστικών οργανώσεων και καθιστά επιτακτική την άμεση λήψη μέτρων αντιμετώπισής του. Ως ένα πολυσύνθετο, κοινωνικό, νομικό και αστυνομικό πρόβλημα με διακρατικό χαρακτήρα, η αντιμετώπισή του απαιτεί πρωτίστως περιφερειακή συνεργασία, συντονισμένες πολυτομεακές δράσεις, που πρέπει να εφαρμόζονται από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Σήμερα, η χώρα μας βιώνοντας την ιδιάζουσα προσφυγική-μεταναστευτική κρίση οφείλει να διαχειριστεί επαρκώς αυτό το πολύπλευρο φαινόμενο. Εν προκειμένω, η χώρα μας καλείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις στο προσφυγικό ζήτημα που απορρέουν, όντας μέλος της Ε.Ε. και των Ηνωμένων Εθνών, να υλοποιήσει τις ευρωπαϊκές ή διακρατικές συμφωνίες που έχουν υπογραφεί για την επίλυση και να εξεύρει τρόπους αντιμετώπισής του, καθόσον το προσφυγικό ζήτημα μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός αποσταθεροποίησης της εσωτερικής ασφάλειας και συνοχής του ελληνικού κράτους.
Ειδικότερα, ακρογωνιαίος λίθος των μηχανισμών και των επί μέρους κρατικών δράσεων που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων θεωρούνται οι αρμόδιες αρχές επιβολής του Νόμου. Επιφορτισμένες με την εξάρθρωση κυκλωμάτων παράνομης διακίνησης ατόμων είναι οι εξειδικευμένες υπηρεσίες του Αρχηγείου της Ελλ. Αστυνομίας (κυρίως Ασφάλεια Αττικής και Θεσσαλονίκης), οι οποίες είναι φορείς υλοποίησης των σχεδιαζόμενων από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως και Προστασίας του Πολίτη επιχειρησιακών δράσεων. Επιπλέον, σημαντικό όπλο στη «φαρέτρα» που διαθέτει η Αστυνομία για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων συνιστά το σχέδιο «ΙΛΑΕΙΡΑ», το οποίο αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για τις υπηρεσίες της εφαρμογής του Νόμου για όλες τις Αστυνομίες της Ε. Ένωσης. Εν κατακλείδι, απώτερος στόχος του Σχεδίου «ΙΛΑΕΙΡΑ» είναι να μεταβληθεί το έγκλημα του trafficking από έγκλημα χαμηλού ρίσκου και υψηλού κέρδους σε έγκλημα υψηλού ρίσκου για τους διακινητές. Πέρα από την ελληνικής πλευράς αντιμετώπιση του φαινομένου, η διακρατική φύση της εμπορίας και μετακίνησης ανθρώπων επιτάσσει ευρωπαϊκή εγρήγορση και ευρωπαϊκό συντονισμό.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο