Διήγημα

Η λεμονάδα

Δημοσίευση: 29 Δεκ 2019 16:40

 Είχαν περάσει οχτώ σχεδόν μήνες από τότε που ο οχτάχρονος Αχιλλέας είχε έρθει στη Λάρισα από το χωριό του, πάνω στον Όλυμπο, περπατώντας πενήντα χιλιόμετρα.

Κανένας πια δε ζούσε στο χωριό. Ο στρατός τούς είχε κατεβάσει όλους στη Λάρισα. Περ’ απ’ τα Τέμπη μόνο αντάρτες κυκλοφορούσαν. Τα πέντε αδέρφια κι οι γονείς ζούσαν σε μια παράγκα, που την είχε παραχωρήσει η Πρόνοια. Και τ’ άλλα παιδιά του χωριού του ζούσαν σε παράγκες. Τα Λαρισόπουλα δεν τους έκαναν παρέα. Τους έλεγαν «ανταρτόπληχτους».

Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, είχε αποφασίσει να «τρέξει τα κόλιντα» σ’ όλη την πόλη μήπως και μαζέψει καμιά δραχμή. Γιατί δική του δραχμή δεν είχε αποχτήσει ποτέ. Από ποιον να περισσέψει, για να δώσει και σ αυτόν! Στο χωριό οι νοικοκυρές έδιναν στους «Κολιντράδες» όχι παράδες, αλλά κουλούρες ειδικά πλασμένες, μήλα, καρύδια, και πότε-πότε καραμέλες. Πού να δουλέψει ο κόσμος, για να ΄’χει παράδες, με τους αντάρτες να ‘ρχονται τη νύχτα να ζητούν ψωμί, και τους στρατιώτες τη μέρα να ‘ρχονται να φοβερίζουν τον κόσμο που έδωσε ψωμί στους αντάρτες.

 Στο χωριό τραγουδούσαν άλλα Κόλιντα, διαφορετικά απ’ τα λαρισινά, αλλά κι άλλα ξεχωριστά, αν το σπίτι είχε κορίτσι ή αγόρι για παντρειά, αν είχε μικρά παιδιά… Κι όλα μ’ ευχές. Στη Λάρισα ο δάσκαλος τους είχε μάθει ένα και μόνο.

-Καλήν ημέραν άρχοντες…

Από μέρες είχε ανακοινώσει το σχέδιο στ’ αδέρφια του, τον Τάκη, έξι ετών, και τον Θανάση δέκα. Δε δέχτηκαν. Ντρέπονταν να τραγουδούν τα κάλαντα σ’ άγνωστο κόσμο. Στο χωριό ήταν όλοι τους γνωστοί και συγγενείς. Πρότεινε ύστερα στα ξαδέρφια του να «τρέξουν» όλοι μαζί τα κάλαντα. Δε θέλησαν. Δίσταζαν.

 Αυτός όμως δεν το ‘βαζε κάτω. Κι αν δεν ήθελαν οι άλλοι, αυτός θα ‘τρεχε μόνος του. Δε ματαμίλησε σε κανέναν για την απόφασή του. Φοβόταν ότι η μητέρα του θα τον απαγόρευε να «τρέξει» μόνος του.

 Όλη τη νύχτα σχεδόν δεν κοιμήθηκε. Το πρωί έφαγε με τους άλλους τραχανά, όπως πάντα, χωρίς να πει τίποτα ούτε να δείχνει κάποια βιασύνη ή ανησυχία. Δεν ήθελε να τον υποψιαστούν. Ύστερα βγήκε έξω τάχα για να παίξει, όπως έκανε τις μέρες που δεν είχαν σκολειό. Ο καιρός δεν μπορούσε να ΄ναι καλύτερος. Πριν καταλάβουν τα’ αδέρφια του προς τα πού πήγαινε, έστριψε στην πρώτη γωνιά του δρόμου.

 Ήταν νωρίς ακόμα. Μπροστά σε μια πόρτα είδε δυο παιδιά να τραγουδούν το «καλήν ημέραν άρχοντες». Στάθηκε και κοίταζε. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα στην πόλη κι ήθελε να ιδεί πώς γίνεται. Τα παιδιά, σαν τέλειωσαν το τραγούδι, περίμεναν. Κανένας δεν άνοιγε την πόρτα. Ξαφνικά ακούγεται από μέσα η φωνή μιας γυναίκας.

-Μας τα ‘παν άλλοι.

 Τα παιδιά έκαναν μεταβολή, κάτι μουρμούρισαν και τράβηξαν για τη διπλανή πόρτα.

 Ο Αχιλλέας απόρησε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγινε. Τα παιδιά είχαν τραγουδήσει τα κάλαντα και κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Ή καλύτερα η γυναίκα τους έδιωξε χωρίς να εμφανιστεί. Και τα δυο παιδιά το δέχτηκαν κι έφυγαν. Θα ήταν ντόπιοι, Λαρισινοί, αφού γνώριζαν αυτό το παιχνίδι. Στο χωριό αυτό δε γινόταν ποτέ. Να πεις τα Κόλιντα και να σε διώξουν χωρίς να σου δώσουν τίποτα!

 Απογοητευμένος πήρε ένα δρόμο αντίθετο απ’ αυτόν που είχαν πάρει τα δυο παιδιά και στάθηκε στην πρώτη πόρτα. Δίσταζε ν’ αρχίσει. Η καρδιά του χτυπούσε. Αν «τα είχαν πει άλλοι»; Μάζεψε όσο κουράγιο είχε κι άρχισε να τραγουδάει δυνατά.

-Καλήν ημέραν άρχοντες…

Πριν τελειώσει, η πόρτα άνοιξε. Μια χαμογελαστή γυναίκα στάθηκε μπροστά του και περίμενε να τελειώσει το τραγούδι. Αυτός κατακόκκινος συνέχιζε. Μόλις τέλειωσε, η γυναίκα τον χάιδεψε στο κεφάλι και του ‘δωσε ένα πενηνταράκι λέγοντάς του:

 -Να ζήσεις παλικάρι μου.

 Θυμήθηκε αμέσως πως στο χωριό φεύγοντας οι «κολιντράδες» τραγουδούσαν και μια ευχή.

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει

Και η κυρά που κατοικεί χίλια χρόνια να ζήσει.

Τραγούδησε δυνατά την ευχή και βρέθηκε γρήγορα στον δρόμο. Πλημμύρισε από χαρά. Ήταν τυχερός. Δεν ήταν όλες οι λαρισινές τσιγκούνες σαν την άλλη που είχε διώξει τα παιδιά.

Ως το μεσημέρι είχε γυρίσει τη μισή πόλη. Λίγες ήταν οι γυναίκες που δεν άνοιξαν την πόρτα. Είχε μαζέψει αρκετά χρήματα σε δεκάρες, πενηνταράκια και δραχμές. Όταν πήρε την απόφαση να γυρίσει στο σπίτι, βρισκόταν στην πλατεία. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι να ξαποστάσει λίγο. Πρόσεξε στο πεζοδρόμιο απέναντι να ‘ναι μαζεμένα πολλά παιδιά γύρω από ένα καροτσάκι απ’ αυτά που πουλούν λεμονάδες. Λίγα κρατούσαν ένα μπουκάλι και έπιναν λίγο-λίγο τη λεμονάδα. Διψασμένος καθώς ήταν σκέφτηκε ν’ αγοράσει κι αυτός μία. Δεν είχε πιει ποτέ, αλλά είχε ακούσει πως ήταν δροσιστική και ξεδιψάς. Έδιωξε όμως γρήγορα τη σκέψη, γιατί δεν ήθελε να ξοδέψει ούτε δεκάρα από τα λεφτά που είχε μαζέψει. Με τα λεφτά αυτά θα μπορούσε ν’ αγοράσει κάνα ζευγάρι καινούρια παπούτσια. Αλλά η δίψα κι ο πειρασμός να δοκιμάσει μια λεμονάδα όλο και μεγάλωνε.

 Σηκώθηκε και έβαλε το χέρι στη δεξιά τσέπη του παντελονιού. Έπιασε τα κέρματα και τα έσφιξε στη χούφτα. Προχώρησε προς τις λεμονάδες. Ζήτησε μία από τον κύριο που φορούσε μια άσπρη, λίγο βρόμικη μπλούζα. Πήρε τα λεφτά από τη δεξιά τσέπη, τα ‘βαλε στην αριστερή παλάμη, πλήρωσε τη λεμονάδα, την πήρε με το δεξί χέρι κι έβαλε τα λεφτά στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του. Προχώρησε πέντε-έξι βήματα πιο πέρα κι άρχισε να πίνει λίγο-λίγο τη λεμονάδα. Περίεργη του φάνηκε η γεύση. Και λίγο ξινή. Του άρεσε όμως. Παρατήρησε τότε πως πολλά παιδιά, που λίγο πριν στεκόταν εκεί γύρω και κουβέντιαζαν, άρχισαν κι εκείνα ν’ αγοράζουν λεμονάδες. Δεν έδωσε σημασία. Αυτός απολάμβανε για πρώτη φορά την ευτυχία της λεμονάδας. Δεν ήταν λίγο. Ποιος ξέρει πότε θα ξανάνιωθε μια τέτοια χαρά.

Τέλειωσε τη λεμονάδα, έδωσε πίσω το μπουκάλι στον πωλητή και κίνησε για το σπίτι. Έβαλε το δεξί χέρι στην τσέπη του κι έψαξε με τα δάχτυλα τα λεφτά. Βρήκε μόνο μια δεκάρα. Θυμήθηκε πως τα είχε βάλει στην αριστερή τσέπη. Έχωσε γρήγορα τα’ αριστερό του χέρι μέσα. Πουθενά τα λεφτά. Κρύος ιδρώτας τον έπιασε. Ψαχούλευε με τα δάχτυλα. Με τρόμο ανακάλυψε μια τρύπα στην άκρη της τσέπης. Κοίταξε γύρω. Ύστερα προς το λεμονάδικο. Κι είδε τα παιδιά να τον κοιτούν χαμογελαστά κι ίσως κοροϊδευτικά, ενώ μερικά έπιναν ακόμα τη λεμονάδα τους. Τη λεμονάδα που ο ίδιος, χωρίς να το καταλάβει, τους είχε κεράσει. Του ‘ρθε να αρχίσει να τους βρίζει και να ζητήσει τα λεφτά του πίσω. Οι κλέφτες! Αφού δεν ήταν δικά τους τα λεφτά, γιατί αγόρασαν λεμονάδα; Ένιωθε οργή. Έσφιξε τις γροθιές του έτοιμος να ορμήξει πάνω τους. Τους κοίταξε όλους έναν-έναν. Και τον πωλητή. Κι αυτός το ίδιο ήταν. Σίγουρα είχε δει από πού είχαν βρει τα λεφτά, για ν’ αγοράσουν λεμονάδες αυτοί που πριν από λίγο στέκονταν και χάζευαν.

 Όμως, σκέφτηκε, το φταίξιμο ήταν δικό του. Δεν ήξερε πως η μια του τσέπη ήταν τρύπια;

Έκανε απότομη μεταβολή και τράβηξε για το σπίτι. Στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ένιωσε να παίζει τη δεκάρα, που του ‘χε απομείνει παρηγοριά. Είχε τουλάχιστον προλάβει να γευτεί κι αυτός μια λεμονάδα. Κι είχε γνωρίσει και τη μισή πόλη.

Από τον Γιάννη Μπασλή

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass