Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
O Ανδρέας Παπανδρέου στην ελληνική πολιτική ζωή ήταν ο μάγος της παραπλάνησης. Έχοντας εκλεγεί με εξωπραγματικά συνθήματα, τα οποία έπρεπε να προσαρμόσει στον ρεαλισμό της πραγματικότητας, πολύ εύκολα μετέτρεψε το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» σε συνεπή και αταλάντευτη ευρωπαϊκή πορεία, μάλιστα χρησιμοποίησε τον μαξιμαλισμό των πολιτικών συνθημάτων του προκειμένου να έχει οφέλη για τη χώρα.
Βεβαίως, ο Παπανδρέου είχε συναίσθηση πού πατά και πού βρίσκεται. Και ως πρόσωπο που γνώριζε άριστα να χειραγωγεί το κόμμα, ιδίως την εποχή της παντοδυναμίας του, αντιμετώπιζε πάντα τις εσωκομματικές φωνές που φοβόταν ότι θα γίνουν εχθρικές με πυγμή. Ο αντιρρησίας μάθαινε, περίπου ταυτόχρονα με τους θεατές τηλεοπτικών ειδήσεων, ότι «ο τάδε έθεσε εαυτόν εκτός Κινήματος». Διά της πυγμής, δι’ αυτού του προσωπικού αυταρχισμού, κράτησε το ΠΑΣΟΚ ισχυρό και την πολιτική ηγεμονία του αλώβητη από το 1981 μέχρι που ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο Αλέξης Τσίπρας, είχε ένα μεγάλο κόμμα το οποίο, έως τη συνομολόγηση της νέας δανειακής σύμβασης με τους εταίρους, ήταν από μπετόν: αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω. Άσε που είχε μάθει να μιμείται και τέλεια τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική πασαρέλα.
Ωστόσο, στις ψηφοφορίες για την έγκριση της συμφωνίας και του νέου, Τρίτου Μνημονίου, οι κομματικές μειοψηφίες απέδρασαν. Πολλοί δεν άντεξαν να πάνε κόντρα στη ρητορική τους, πολλοί άλλοι δεν άντεξαν να παλέψουν με τις εμμονές τους. Αλλά εκτός των συνήθων ιδεολογικών μικροομάδων (η Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, αλλά και οι ομάδες του Ρούντι Ρινάλντι και του Αντώνη Νταβανέλου) και των προσώπων που εκ των πραγμάτων αναδείχθηκαν λόγω θέσεων εξουσίας, του τέως υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, δηλαδή, και της προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου, ο κ. Τσίπρας αδυνατεί να πείσει και πρόσωπα που γενικώς θα μπορούσε κανείς να τα καταχωρίσει στο περιβάλλον του αρχηγού. Τέτοια πρόσωπα είναι όσα υπέγραψαν το «κείμενο των 17».
***
Τι είναι το «κείμενο των 17»; Ένα κείμενο που υπογράφουν βουλευτίνες και βουλευτές κατά βάσιν πιστοί και πιστές στον πρωθυπουργό, που εκθέτουν πώς αντιλαμβάνονται στη συμφωνία, το Τρίτο Μνημόνιο και το μέλλον του κόμματος (το μέλλον της χώρας δεν το θίγουν, διότι αδυνατούν να κατανοήσουν πως το μέλλον της χώρας είναι υπόθεση πολύ ευρύτερη από το να αντιμετωπίζεται ως εσωκομματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ).
Οι «νομιμόφρονες» αυτοί τσιπριστές, λοιπόν, υπογράφουν ένα μνημείο αφέλειας, στο οποίο μεταξύ άλλων υποστηρίζουν:
* ότι είναι ηρωική πράξη η απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να συμβιβάσει τα συμβίβαστα, δηλαδή και να είναι εναντίον του Μνημονίου και να υπογράφει Μνημόνιο με τους δανειστές και εταίρους,
* ότι, τελικά, δεν έγιναν όλα σωστά, ότι στη διαπραγμάτευση έγιναν και λάθη. Ταυτόχρονα, όμως, διατείνονται ότι η αποδοχή της μνημονιακής συμφωνίας ήταν το «αποτέλεσμα ενός σκληρού εκβιασμού προς την ελληνική κυβέρνηση»,
* ότι το «Όχι» του δημοψηφίσματος «δημιούργησε μια πολύ σημαντική κοινωνική δυναμική». Και για να μη χαθεί αυτή η δυναμική, «πρέπει, να υπονομευθεί το Μνημόνιο που μόλις υπογράφτηκε. «Οφείλουμε», λένε, «να αναζητήσουμε εναλλακτικές λύσεις, να επεξεργαστούμε συγκροτημένα ένα νέο πολιτικό σχέδιο το οποίο θα μπορέσει να δώσει διέξοδο στην ελληνική κοινωνία».
Ποιες λύσεις; Σε ποια κατεύθυνση; Με ποιους συμμάχους; Με ποιες δομικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις; Κοντά σε ποιο κοινωνικό μοντέλο;
Όλα αυτά που, έστω υπό τρομακτική πίεση αναγκάστηκε να τα αντιμετωπίσει ο Αλέξης Τσίπρας, δεν απασχολούν τους συντρόφους και τις συντρόφισσες. Διότι εκτός του κόμματος δεν υπάρχει ζωή.
***
Σε αυτό το σημείο επιστρέφει στο προσκήνιο ο Αλέξης Τσίπρας. Ο οποίος γνωρίζει ότι, αν θέλει να επιβιώσει πολιτικά, στην καλύτερη να κρατήσει την εξουσία που του αρέσει, στη χειρότερη να μείνει στο προσκήνιο για να αποφύγει τους μπελάδες και τις ευθύνες για τον τρόπο με τον οποίο έκανε τη διαπραγμάτευση, οφείλει να καταπιαστεί με τη μεγάλη εικόνα. Με τη χώρα. Και όχι όπως το έκανε έως σήμερα, με το βλέμμα στραμμένο στις βουλές του κόμματος.
Γνωρίζει καλά, όμως, ότι αν συμβεί αυτό, έτσι όπως τα έκανε, έτσι όπως πολιτεύθηκε χωρίς πυγμή και χωρίς να έχει διαλύσει τις ζωτικές κομματικές πλάνες στις οποίες οι σύντροφοί του πίστευαν επί επταετία τουλάχιστον, μπορεί σε επερχόμενες εκλογές να διεκδικεί την εξουσία ως ρεαλιστής (και ακόμα δημοφιλής στην κοινωνία), ενώ θα αμφισβητείται από πολλές πλευρές η κομματική του πρωτοκαθεδρία. Πόσο μακριά μπορεί να πάει όμως με έναν τέτοιο ρεαλισμό;
Τι θα κάνει; Νομίζω ότι δεν έχει ιδέα. Το καλύτερο γι’ αυτόν και για τη χώρα θα ήταν να συμμετάσχει (επικεφαλής;) σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού – στο πλαίσιο της οποίας θα εγκαταλείψει και τα αντιμνημονιακά φούμαρα με τα οποία ακόμα ταΐζει τους οπαδούς του. Ξέρει, όμως, ότι οι πρώην σύντροφοί του θα τον πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα: θα τον αποκαλούν αποστάτη και δεν θα βλέπουν την ώρα να πάρουν εκδίκηση.
Ο Αλέξης Τσίπρας ενηλικιώνεται πολιτικά, βλέποντας τους πολιτικούς ορίζοντές του να συρρικνώνονται. Κανείς δεν του φταίει γι’ αυτό. Μόνος του την πάτησε. Παπανδρέου δεν γίνεται κανείς μιμούμενος απλώς τον τόνο της φωνής του Ανδρέα. Αν ήταν έτσι, ήδη τα πράγματα θα είχαν λυθεί από το Πρώτο Μνημόνιο – που, προφανώς, θα το είχε υπογράψει ο Μητσικώστας.