Ώρα εισόδου αναγραφόμενη στο σημείωμα προτεραιότητας 10.15’ π.μ. Περίμενε τη σειρά του καθήμενος ευτυχώς σε ένα από τα λίγα καθίσματα της αίθουσας σε σχέση με τους κάθε μέρα πολλούς επισκέπτες της Τράπεζας. Το σημείωμα προτεραιότητας έγραφε «χρόνος αναμονής 54’ λεπτά».
Πολλοί στέκονταν όρθιοι, γιατί οι θέσεις ήταν κατειλημμένες. Ήταν σχεδόν όλοι οι άνδρες ασπρομάλληδες. Αλλά και οι γυναίκες φαίνονταν ηλικιωμένες εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
Από τις πέντε θυρίδες εξυπηρέτησης λειτουργούσε μόνο μία. Στις 12.30’ ο 85άρης με είδε να εισέρχομαι στην Τράπεζα. Με γνώρισε και μισοκαθισμένος μου είπε: «Περιμένω 2,5 περίπου ώρες. Δεν μας λυπούνται; Δεν βλέπουν τα γεράματά μας; Τι κακό τους κάναμε για να μας ταλαιπωρούν τόσο πολύ; Τους εμπιστευόμαστε τα λίγα χρήματά μας. Τα εκμεταλλεύονται όπως εκείνοι θέλουν. Δεν μας δίνουν ούτε μια δεκάρα τόκο. Κι από ό,τι ακούω παίρνουν και καλούς μισθούς. Δεν μου μένει να κάνω τίποτε άλλο. Θα αλλάξω Τράπεζα. Γράψε δύο λόγια μήπως συγκινηθούν από την ταλαιπωρία μας οι διευθυντάδες τους.
Τις γράφω από καθήκον, με μια παράκληση προς τους υπεύθυνους να δώσουν μια ανθρώπινη λύση στο σοβαρό αυτό πρόβλημα για τους ηλικιωμένους. Και μια υπόμνηση: Να μην υποστηρίξουν δικαιολογούμενοι ότι υπάρχουν και ηλεκτρονικοί τρόποι εξυπηρέτησης. Οι άνθρωποι που επιλέγουν τη θυρίδα δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στα μέσα αυτά. Γι’ αυτό και επιλέγουν τη βάσανο της πολύωρης ταλαιπωρίας. Και πολλοί απ’ αυτούς είναι μόνοι και έρημοι.
Δεν έχουν τη δυνατότητα εκπροσώπησης, που είναι άλλωστε και επικίνδυνη, γιατί κακά τα ψέματα αλλά αποτελούν και «εκμεταλλεύσιμη ύλη»!
Δεν κατονομάζεται η Τράπεζα. Ελπίζω ότι θα το καταλάβει ο διευθυντής εκείνης στην οποία γίνεται αναφορά.
Τώρα αν συγκινηθεί ή όχι είναι άλλο ζήτημα. Το ότι όμως πρέπει να δώσει κάποια λύση στο πρόβλημα δεν συζητείται.
ΝΕΣΤΩΡ