Τρεις μέρες νωρίτερα, εγκαταστάθηκαν στο άλλο ξενοδοχείο του χωριού οικογένειες προσφύγων, 78 ατόμων συνολικά, εκ των οποίων οι 25 ενήλικες. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, είναι 150 με 200.
Τίθενται τα ερωτήματα:
1. Για τη φιλοξενία των εφήβων, έχουν προβλεφθεί επιμελητές για τήρηση της διαγωγής τους μέσα στον χώρο φιλοξενίας καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο; Υπονοώ τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας των πλέον αδυνάμων από τους φιλοξενούμενους έναντι των μεγαλυτέρων και ‘ισχυρών’ της συγκεκριμένης αποστολής.
2. Για τους συγκεκριμένους ασυνόδευτους εφήβους και για τα ανήλικα μέλη των ήδη φιλοξενούμενων οικογενειών, έχουν προβλεφθεί παιδαγωγοί ώστε να απασχολούν δημιουργικά με συγκεκριμένο πρόγραμμα όλα αυτά τα παιδιά κάποιες ώρες της ημέρας;
3. Δεδομένου ότι εδώ και πολλά χρόνια έχουν καταργηθεί τα αστυνομικά τμήματα στα χωριά, και η αστυνόμευση (υποτίθεται πως) γίνεται με την έλευση περιπολικού κατόπιν ειδοποιήσεως, φρόντισε η πολιτεία για την εγκατάσταση μόνιμης αστυνομικής δύναμης (δηλαδή τμήματος σε λειτουργία επί εικοσιτετραώρου βάσεως) πριν την εγκατάσταση των προσφύγων, ώστε οι μόνιμοι κάτοικοι να αισθανθούν εκ των προτέρων ασφαλείς;
Δυστυχώς, οι συνθήκες ζούγκλας που θα δημιουργηθούν στη δομή των ασυνόδευτων εφήβων, λόγω έλλειψης επιβεβλημένης πειθαρχίας και απουσίας ειδικού παιδαγωγικού προγράμματος, θα δημιουργήσουν αντικοινωνικά άτομα, ακόμη κι αν στην άφιξή τους είναι των καλύτερων προθέσεων και στοιχείων χαρακτήρα. Από τη μοίρα αυτή δεν θα γλιτώσει επίσης κι ένα τμήμα των παιδιών που συνοδεύονται από τους γονείς τους.
Αυτά νιώθουν, ακόμη κι αν δεν τα αναλύουν, οι κάτοικοι του χωριού και αισθάνονται φόβο. Ξέρουν ότι πλέον η τύχη τους κρέμεται από τη διάθεση των ‘φιλοξενουμένων’. Κι αισθάνονται και προδομένοι: δεν αντιλαμβάνονται πώς είναι δυνατόν από τη μία μέρα στην άλλη, μέλη αυτοί ενός ελεύθερου και κυρίαρχου λαού, να βρίσκονται σε τέτοια μειονεκτική και επισφαλή θέση, εφ’ όσον είναι βέβαιο ότι σ’ ένα χρόνο από τώρα η Καρίτσα θα είναι, και αριθμητικά, ένα μουσουλμανικό χωριό στην πλειοψηφία του. Γι’ αυτές τις συνταρακτικές αλλαγές στη ζωή τους, δεν τους ρώτησε κανείς. Ούτε κι έχασαν κάποιον πόλεμο, ώστε κατ’ ανάγκην να συμβιβαστούν με τη μοίρα των ηττημένων.
Στο παράδειγμα της Καρίτσας συμπυκνώνεται όλο το μεταναστευτικό πρόβλημα της χώρας και αναδεικνύονται και οι πολιτικές πτυχές του. Προσπερνώντας την πανθομολογούμενη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν επεξεργασμένες πολιτικές υποδοχής και αξιοπρεπούς ένταξης των προσφύγων (το οποίο πρέπει να χρεωθεί και στην προηγούμενη κυβέρνηση), ας αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται μετά τις εκλογές:
Η κοινή δήλωση ΕΕ – Τουρκίας περιλαμβάνει ως όρο δυνατότητας επιστροφής στην Τουρκία μόνον μεταξύ όσων δεν έχουν μετακινηθεί στην Ελληνική ενδοχώρα. Μόνον όσων δηλαδή παραμένουν στα γειτονικά προς τις τουρκικές ακτές ελληνικά νησιά του Αιγαίου. (Το γιατί η Τουρκία ζήτησε υπερσυγκέντρωση μουσουλμάνων στα νησιά είναι δυστυχώς ευκολονόητο, το γιατί το αποδέχτηκε η προηγούμενη κυβέρνηση είναι απορίας άξιον…) Η προηγούμενη κυβέρνηση όμως αυτό το τηρούσε. Η σημερινή, με την απόφασή της, της μετεγκατάστασης προσφύγων και μεταναστών στην ενδοχώρα, ουσιαστικά έχει αποφασίσει τη μόνιμη παραμονή τους στην Ελλάδα. Αυτών που είναι σήμερα στα νησιά, και αυτών που καθημερινά θα έρχονται από την Τουρκία κατά χιλιάδες. Έχει όμως η κυβέρνηση τη δημοκρατική νομιμοποίηση για κάτι τέτοιο;
Στις πρόσφατες εκλογές, ένας από τους βασικούς λόγους καταψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και η στάση του στο μεταναστευτικό. Κι ένας από τους κύριους λόγους υπερψήφισης της ΝΔ, η ρητορική της για έλεγχο (μέχρι και παύση) των ροών και ταχεία επιστροφή των μη δικαιουμένων άσυλο μεταναστών στην Τουρκία. Τα δεδομένα ήταν γνωστά, οι εκλογές είναι πρόσφατες, επομένως ο αρμόδιος υπουργός δεν νομιμοποιείται να ανακοινώνει με άνεση και αποφασιστικότητα στον λαό ότι πρέπει να μάθει να ζει με τους πρόσφυγες, ούτε και η κυβέρνηση να παίρνει αποφάσεις που παγιώνουν οριστικά την παραμονή τους στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα είναι στην ουσία του αριθμητικό: σαφώς και δεν είναι πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία η ένταξη 100.000 ή και 200.000 μουσουλμάνων προσφύγων. Όταν όμως οι υπεύθυνοι δηλώνουν ότι η είσοδος των προσφύγων με βάρκες δεν μπορεί να εμποδιστεί, τότε πρέπει όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι να απαντήσουν εάν θα επιτρέψουν (ή και με ποιον τρόπο θα εμποδίσουν) τα 3.500.000 με 4.000.000 που περιμένουν για απόβαση στα νησιά μας. Διότι τότε πλέον η χώρα θα έχει γίνει μουσουλμανική. Και για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο ελληνικός λαός δικαιούται και να ερωτηθεί και να αντιδράσει. Για την ώρα πάντως, και όσο παρακολουθεί την ανεξέλεγκτη και ανεμπόδιστη είσοδο μεταναστών, δικαιούται να ανησυχεί και να φοβάται. Και αυτή η εξάπλωση του φόβου είναι πρόβλημα βαθύτατα πολιτικό. Και η αντιμετώπισή του, αίτημα βαθύτατα δημοκρατικό.
Από τον Βασίλη Μίχο