Έτσι δημιουργήθηκε η καλουμένη Φυσιογνωμική, δηλ. η τέχνη να γνωρίσουμε το άτομο από τα χαρακτηριστικά του.
Πρώτοι οι Έλληνες, όπως συνήθως, ασχολήθηκαν με τη Φυσιογνωμική. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης κι άλλοι σοφοί μας, αναφέρονται σ’ αυτή. Ο Σωκράτης μάλιστα αναφέρεται σ’ έναν διάλογο, ανάμεσα στον Ξενοφώντα και τον Παρράσιον, που διαλέγονται: «Αλλά μην και το μεγαλοπρεπές τε και ελευθέριον, τον ταπεινόν τε και ανελεύθερον το φρόνιμον και το υβριστικόν τε και το απειρόκαλον, άπαντα ταύτα διά του προσώπου και διά των σχημάτων, εστώτων και κινουμένων ανθρώπων διαφαίνει». Δηλ.: «Όχι μόνο το μεγαλοπρεπές, το φρόνιμο ή υβριστικόν(…) αλλά όλα αυτά, τα μόνιμα ή τα μεταλλασσόμενα σχήματα του προσώπου, φανερώνουν τον άνθρωπο.
Ο πατέρας της Ιατρικής, ο άφθαστος Ιπποκράτης, μας το λέει καθαρά: «Οπόσοι την Ιατρικήν ασκέοντες, φυσιογνωμονίης αμοιρέουσι, τούτων η γνώμη, ανά σκότος καλινδουμένη, νωθρή γηράσκει». «Όποιοι ασκούν το επάγγελμα της Ιατρικής και είναι άμοιροι της Φυσιογνωμικής, η γνώμη τους βρίσκεται στο σκοτάδι και πεθαίνει άχρηστη». Το αποκορύφωμα δε, της αξίας της Φυσιογνωμικής είναι η ευφυής κρίση των Αρχαίων: «Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή». Δηλ. ότι όποια εικόνα δίνει η μορφή, τέτοια μας δίνει και η ψυχή.
Πρώτος εκ των Αρχαίων που ασχολήθηκε ειδικά με τη Φυσιογνωμική και τους χαρακτήρες ήταν ο Θεόφραστος (372 π.χ.) ανατόμος κι ερευνητής, της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Στα χνάρια του περπάτησε ο δικός μας αξιόλογος Ανδρέας Λασκαράτος, με το πόνημά του «Ιδού ο άνθρωπος» Έργο θαυμάσιο, που όταν το διάβαζαν οι σύγχρονοί του, του έλεγαν «Δεν μπορεί, όταν έγραφες για τον τάδε χαρακτήρα, σίγουρα εμένα είχες στο μυαλό σου». Τόσο πιστός ήταν στην περιγραφή των χαρακτήρων. Ο Ξενόπουλος τον χαρακτήρισε σαν «Ένα Μωσαϊκό της ανθρώπινης ψυχής». Ας σημειωθεί ότι αυτός ο άνθρωπος αφορίστηκε από την Εκκλησία μας, γιατί καταφερόταν κατά της υποκρισίας και της διαφθοράς του κλήρου. «Αφορεσμένο» τον αποκαλούσαν. Κι όμως ήταν βαθιά πιστός στη θρησκεία μας. Κάποτε όμως ένας σώφρων της Ιεράς Συνόδου, διέβλεψε την αδικία και ήρε τον αφορισμό.
Δυστυχώς όμως μερικοί, ως συνήθως υπερβάλλοντες τα εσκαμμένα, καθώς και την εγκράτεια του λόγου και των ιδεών των Αρχαίων Φιλοσόφων, προχώρησαν πιο πολύ σε υπερβολές και φυσικά σε λανθασμένα αποτελέσματα. Έφθασαν ακόμα στο ακραίο σημείο, να ερμηνεύουν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος, ορίζοντας και το μέλλον της ζωής μας. Έτσι δημιουργήθηκε η Χειρομαντεία. Όχι βέβαια αυτή της Μπράχτσας-Γύφτισσας, που λέει: «Δωσ’ μου κυρά το χέρι σου κι ασήμωσε, για να σου πω το μοίρα σου». Αυτό οπωσδήποτε είναι σημαδεμένο από υπερβολή και πλάνη. Είναι μάλιστα γνωστό από την παράδοση, για τον Σωκράτη. Ένας Μάγος ήλθε στην Αθήνα από τη Συρία κι όταν έμαθε για τον Σωκράτη, τον επισκέφθηκε και προμάντευσε πολλά, για τον φιλόσοφο που επαληθεύτηκαν, όπως και ότι, θα πέθαινε με φρικτό θάνατο καταπίνοντας το Κώνειο.
Πάντως αλήθεια είναι, πώς είναι δυνατόν, από έκφραση του προσώπου, να διαγιγνώσκεται και η διάνοια του ανθρώπου. Ακόμα και στο χωριό μου θυμάμαι πως οι γεροντότεροι έλεγαν: «Μμμ, δεν τουν γλέ’ψ απού τηράει ούλου σιά κατ’ κι’ σκιάζιτι να τηράξ’ στα μάτια τα ‘λνου;».
Πονηρός θα είναι ή ένοχος. «ή» Για τέρατούτουν, μι τέτοια μάτια καθαρά κι γιλαστά, σίγουρα είνι καλός άνθρουπους». Τα μάτια ιδίως γίνονται εξάγγελοι της ψυχής. Η ψυχική γαλήνη, εκδηλώνεται με βλέμμα ήρεμο. Η πνευματική κόπωση, όπως και η οκνηρία της σκέψης δηλ. η βλακεία, δημιουργούν ένα βλέμμα χαύνο, θαμπό, απλανές, στραμμένο στο πουθενά. Αντίθετα ένα μάτι ζωηρό κατοπτεύον τα πάντα, δηλώνει δύναμη και ενέργεια.
Ένα μάτι ανήσυχο και ταραγμένο, καθώς μάλιστα δίνει και στο σώμα μια τάση συσπείρωσης, προαναγγέλλει φόβο και πανικό. Το μάτι, που δακρύζει, συνήθως φανερώνει οδύνη ή πόνο. Ενίοτε όμως, φανερώνει και κύμα απρόσμενης χαράς.
Τα χείλη, όταν είναι στραμμένα προ τα έσω, μας δίνουν τον στριψοχείλη, τον άνθρωπο της κακίας και της κακουργίας. Τα μαλλιά κι αυτά ενδεικτικά. Δεν έχω ιδίαν άποψη αλλά θυμάμαι το εξής περιστατικό. Γείτονας στο χωριό μου, μόλις απολύθηκε από το στρατό και επιστρέφοντας θεώρησε καλό να φέρει μαζί του κι την κοπελιά του, με τα κόκκινα μαλλιά. Όχι βέβαια τα βαμμένα αλλά τα φυσικά. Μόλις την είδε η πεθερά, να μην τη δει, να μην τη μιλήσει. Βρε έλεγε ο νεαρός, τα κόκκινα μαλλιά είναι ζωγραφιά, είναι καλό κορίτσι. Τίποτα η πεθερά. Θηρίο ανήμερο. Να τη διώξει. Οπότε είδε κι απόειδε η κοπέλα, έχασε την υπομονή της και φάνηκε ο ρύπος της ψυχής της. Άνοιξε τον κάναλο της αυθάδειας, της κακίας και της προστυχιάς και τους στόλισε όλους, με κύμα αναισχυντίας. Οχετός όζων. Τόσο που τη σιχάθηκε και ο νεαρός και την έδιωξε. Επίσης χέρια και πόδια τα σχήματα αυτών, σε κατάσταση φρίκης είναι συνακόλουθα παθήματα καταστάσεων της ψυχής.
Τη φυσιογνωμική διδάχθηκα στο Πανεπιστήμιο από τον αλήστου μνήμης καθηγητή Ν. Εξαρχόπουλο και την θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα όπλα των Δασκάλων, στον αγώνα μας για την Εκπαίδευση των παιδιών. Είναι χρήσιμη όμως και στον καθένα μας στις καθημερινές διαπροσωπικές σχέσεις μας.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου