* Του Κώστα Γιαννούλα
Τα τελευταία χρόνια, εξ αιτίας της άφρονης συμπεριφοράς αρχόντων και αρχομένων, που μας οδήγησε στην αγκαλιά της τρόικας και των μνημονίων, συνέβησαν πολλά κακά στη χώρα μας.
Μισθοί και συντάξεις συρρικνώθηκαν. Η φορολογία, άμεση και έμμεση, αυξήθηκε. Επιχειρήσεις έκλεισαν. Η ανεργία εκτοξεύτηκε στα ύψη. Πολίτες λιμοκτονούν και στηρίζονται μόνο στην κοινωνική αλληλεγγύη. Τα κρατικά ταμεία στέγνωσαν. Η χώρα, κάποια στιγμή έντονα διχασμένη και χωρισμένη σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς οδηγήθηκε στο χείλος της καταστροφής και γλίτωσε, αν γλίτωσε, στο και πέντε. Την ίδια ώρα, όσοι έχουν χρήματα στην άκρη, αν δεν τα έχουν σε τράπεζες του εξωτερικού, τα κρατούν ανενεργά στα σπίτια τους διά τον φόβον του κουρέματος. Και το πιο σημαντικό• χάθηκε η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία προς το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας και επικρατεί το δόγμα ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να ισχυρισθεί κανείς, ότι η χώρα μας περνά μια απ’ τις μεγαλύτερες κρίσεις, που έζησε ο τόπος μας σε περίοδο ειρήνης.
Επειδή, όμως, ανήκω στην κατηγορία των Ελλήνων, που έμαθαν να βλέπουν το ποτήρι της ζωής τους μισογεμάτο, μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό και στο γενικότερο αλαλούμ, που επικρατεί στη χώρα, διαβλέπω ότι μετά το δημοψήφισμα και τις επιλογές του κ. Τσίπρα, σιγά – σιγά αρχίζει να διαμορφώνεται κάτι ελπιδοφόρο. Έστω και κάτω απ’ την πίεση της ανάγκης πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι αρχηγοί των κομμάτων και τα κόμματά τους επικοινωνούν και συνεννοούνται μεταξύ τους βάζοντας πλάτη στα δύσκολα και καταργώντας, εν πολλοίς τις διαχωριστικές γραμμές, που ταλάνισαν ποικιλότροπα τον τόπο.
Τα έφερε έτσι, βλέπετε, ώστε η ρετσινιά του μνημονιακού, του Μερκελιστή και του υπηρέτη ξένων συμφερόντων ν’ αποτελεί, πλέον, παρελθόν, αφού ο βασικός κορμός, της συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου αναγκάστηκε να συμβιβασθεί και να ομολογήσει με λόγια και με έργα ότι τα μνημόνια, και ό,τι αυτά συνεπάγονται, εκεί που φθάσαμε, αποτελούν μονόδρομο για την παραμονή μας στην Ε.Ε. και στο ευρώ, αν δεν θέλουμε να ανατιναχθεί και να καταστραφεί η χώρα μας.
Η ομοιογενοποίηση αυτή και η ταύτιση απόψεων για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς και το μεγάλωμα της δεξαμενής όσων πολιτών αντιλαμβάνονται τι σημαίνει έξοδος από Ε.Ε. και ευρώ, θεωρώ ότι αποτελούν την απαρχή θετικών εξελίξεων, εφόσον αυτή συνεχισθεί επί μακρόν. Άλλωστε το GREXIT, που με τράπεζες κλειστές λίγο ως πολύ το νιώσαμε στο πετσί μας όχι πλέον ως κινδυνολογία, αλλά ως τρόπο ζωής, δεν εξέλιπε ακόμη.
Αυτό σημαίνει, ότι ήρθε η ώρα άρχοντες και αρχόμενοι ν’ ανασκουμπωθούμε κι αν μη τι άλλο να κάνουμε ο καθένας μας το αυτονόητο είτε στο οικογενειακό είτε στο εργασιακό του περιβάλλον. Ήρθε η ώρα να σταματήσει η κοροϊδία, το χάιδεμα αυτιών και η παροχολογία• να γίνει κουβέντα επί της ουσίας της πολιτικής και να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, που θα συμβάλουν στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην εξυγίανση, στον εκσυγχρονισμό και στην αποτελεσματικότητα του κράτους, μια που ο κόμπος έφτασε στο χτένι και δεν μας παίρνει άλλο να ρίχνουμε την μπάλα στην κερκίδα αναβάλλοντας για αύριο, αυτό που είναι να κάνουμε σήμερα.
Με το πιστόλι των εταίρων και των δανειστών στον κρόταφο• θα μου πείτε. Αν θέλετε την άποψή μου, αφού εμείς αποδείξαμε σε βάθος χρόνου ότι δεν είμαστε διατεθιμένοι ν’ αλλάξουμε και να σηκώσουμε, οικειοθελώς, στις πλάτες μας το βάρος των αλλαγών και του εκσυγχρονισμού του κράτους, παρότι επώδυνο, κάτι τέτοιο είναι προτιμότερο και εκτιμώ ότι οι συνθήκες, τώρα, είναι κατάλληλες, για να το πετύχουμε. Αρκεί ο κ. Τσίπρας να βάλει το χέρι του και να ξεκαθαρίσει το ομιχλώδες τοπίο, που επικρατεί στο κόμμα και στη συγκυβέρνησή του.
Επειδή, λοιπόν, το τελευταίο διάστημα φθάσαμε στο χείλος της αβύσσου, επειδή συνειδητοποιήσαμε, πλέον, ότι δεν μπορούμε να ζούμε με δανεικά και να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, επειδή εναλλακτικό σενάριο παραμονής στην Ε.Ε. και στο ευρώ δεν υπάρχει, επειδή παραμερίστηκαν τα εμπόδια, που έφραζαν το δρόμο στην επικοινωνία, τη συνεργασία και στη γόνιμη αντιπαράθεση και κριτική μεταξύ των κομμάτων, τώρα που και η αριστερά έχει το δικό της κυβερνητικό παρελθόν και τις δικές της ευθύνες για πώς πορευόμαστε, εκτιμώ ότι είναι ζωντανή ακόμα η ελπίδα να ξαναβρεί, κάποια στιγμή, η Ελλάδα τον δρόμο της και να ξαναστηθεί στα πόδια της ανεξάρτητα απ’ το ποιος κυβερνά ή θα κυβερνήσει στο μέλλον.
Εύχομαι και ελπίζω έτσι να εξελιχθούν τα πολιτικά μας πράγματα, γιατί, διαφορετικά, ποιος ξέρει, τι μας περιμένει ακόμα.