Ο αθλητισμός πέραν της τεράστιας πολιτιστικής του αξίας είναι μια ισχυρή βιομηχανία με πολλές και σημαντικές προοπτικές. Μία βιομηχανία παραγωγής πλούτου για κάθε χώρα, ασχέτως αν στην Ελλάδα έχει αναχθεί εδώ και χρόνια σε ‘’πηγή’’ διαφθοράς, βίας, οπαδισμού και αναξιοκρατίας.
Οι προκλήσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας του αθλητισμού είναι πολλές, καθώς πέραν όλων των άλλων έχει να αντιμετωπίσει την απαξίωση του αθλητικού προϊόντος στα μάτια των υγιών φιλάθλων είτε μιλάμε για επαγγελματικό είτε για ερασιτεχνικό αθλητισμό.
Ο αθλητισμός σε όλη την Ευρώπη παράγει πλούτο κι εδώ δυσκολευόμαστε να βρούμε τηλεοπτικό πάροχο ακόμη και για ιστορικές ομάδες. Οι συμφωνίες περί τηλεοπτικών δικαιωμάτων των ομάδων στη χώρα μας έχουν καταντήσει είτε συμφωνίες κρυφής ανταποδοτικότητας, είτε συμφωνίες πολιτικού ρουσφετιού, για όσους ενθυμούνται την περσινή συμφωνία Πολιτείας – ΕΡΤ – Ομάδων, μία συμφωνία που κατά τη γνώμη μου έπασχε πολιτικά και κυρίως ηθικά.
Είναι φανερό, ότι οι οικονομικοί όροι είναι πλέον ασύμφοροι για πολλές ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες. Το προϊόν ευτελές, το αίσθημα της νίκης αυτοσκοπός με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο. Με τέτοια όμως νοοτροπία βίας αλλά και ένδεια αγωνιστικής ποιότητας, διερωτώμαι πολλές φορές αν το ‘’επαγγελματικό’’ ποδόσφαιρο στην Ελλάδα αποτελεί μέρος του ευρύτερου δημόσιου τομέα, παρόλο που θα έπρεπε υπό την ιδιωτική πρωτοβουλία να είναι συνυφασμένο με επιτυχίες, έσοδα και θέαμα.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα ελληνικά γήπεδα δεν αντιμετωπίζεται ούτε με μεταθέσεις ευθυνών, ούτε με νέους νόμους, οι οποίοι θα καταργούν παλαιότερους, αλλά με ορθή εφαρμογή των ήδη υφιστάμενων. Τόσο ο νόμος 4326/2015 όσο και ο 4049/2012 είναι δύο νόμοι, που προβλέπουν στις διατάξεις τους επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα. Το βασικό ερώτημα είναι βέβαια αν υπάρχει η πολιτική βούληση να εφαρμοστούν οι νόμοι, καθώς τα πλήθη οπαδικών «στρατών», που καλλιεργούν τη βία εντός και εκτός των γηπέδων είναι ταυτόχρονα και ψηφοφόροι και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε.
Επιβάλλεται να εφαρμοστεί στο ακέραιο το σύστημα ηλεκτρονικής εποπτείας και ειδικότερα το ηλεκτρονικό ονομαστικό εισιτήριο αλλά και να τύχει εφαρμογής ο ν 4326/2015, ο οποίος αναφέρει πέραν των άλλων, στο άρθρο 1 παρ.5, τις ευθύνες των Μ.Μ.Ε., σε σχέση με την ευθύνη τους στην καλλιέργεια φαινομένων βίας.
Όσον αφορά το ζήτημα της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) επιβάλλεται να ενισχυθεί θεσμικά η αποστολή και το έργο του Εθνικού Συμβουλίου Καταπολέμησης του ντόπινγκ (ΕΣΚΑΝ). Οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα η στήριξη του καθαρού αθλητισμού ενάντια στη σύγχρονη μάστιγα των ενισχυμένων υπερεπιδόσεων.
Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε συνέργειες με εκπαιδευτικούς, επιστημονικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς, με στόχο την ανάπτυξη προγραμμάτων ενημέρωσης και πρόληψης, κυρίως των μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και η καθιέρωση επιτέλους ενός υποχρεωτικού μαθήματος Αθλητικής Παιδείας από το νηπιαγωγείο, όπου από εκεί θα πρέπει να αρχίσει η μεγάλη μεταρρύθμιση. Ιδού ένα σημαντικό έργο, το οποίο θα έχουν μπροστά τους οι νέες πολιτικές ηγεσίες του Αθλητισμού αλλά και της Παιδείας.
Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα των προσυνεννοημένων αγώνων αυστηρά και να στηριχθεί ο Ερασιτεχνικός αθλητισμός, ως ο πραγματικός αιμοδότης. Δεν είναι δυνατόν στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα της σύγχρονης κατά τα άλλα Ελλάδας αθλητές να αγωνίζονται ανασφάλιστοι και χωρίς καν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κατά τη διάρκεια ενός αγώνα.
Είναι περισσότερο ανάγκη από ποτέ η ίδρυση μιας αθλητικής ακαδημίας από όπου θα βγαίνουν ικανά διοικητικά στελέχη, τα οποία και θα στελεχώνουν υποχρεωτικά τις Ομοσπονδίες, τις Λίγκες αλλά και αθλητικούς φορείς, με στόχο την ταχύτερη και ποιοτικότερη παροχή υπηρεσιών. Δεν είναι δυνατόν η διοίκηση του αθλητισμού να γίνεται ακόμη από εγκάθετους, που διατηρούν «ισοβίως» τις θέσεις τους και δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα άλλο παρά φθηνό και ανούσιο παραγοντιλίκι.
Θα πρότεινα, επίσης, την οργανική ένταξη του αθλητισμού στα προγράμματα του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) με στόχο τη μετονομασία του σε Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, Αυτοδιοίκησης και Αθλητισμού (ΕΚΔΔΑΑ).
Θα πρέπει να στηριχθούν αποτελεσματικά οι Ομοσπονδίες, με σωστή και ισόποση κατανομή των ποσών που διατίθενται. Το νοικοκύρεμα του επαγγελματικού αθλητισμού ξεκινά άλλωστε από το νοικοκύρεμα της κεφαλής αυτού. Το αυτοδιοίκητο του αθλητισμού είναι μεν μία μεγάλη κατάκτηση, μόνο όμως όταν λειτουργεί σωστά και προς όφελος συνολικά του αθλητικού προϊόντος. Τέλος, επιβάλλονται οι καλύτερες και ασφαλέστερες αθλητικές εγκαταστάσεις, με κύριο στόχο την ασφάλεια των αθλητών, αλλά και των φιλάθλων.
Μόνο αν δούμε τον αθλητισμό ως μέσο ανάπτυξης και προόδου προς ευχαρίστηση του απλού φιλάθλου και όχι ως μέσο φθηνού παραγοντισμού και άσκησης πολιτικής, μπορούμε να ελπίζουμε. Η νέα πολιτική ηγεσία του αθλητισμού μέσα από τις προκλήσεις, που έχει αλλά και τις προτάσεις που αναφέρθηκαν είμαι σίγουρος, ότι θα πράξει τα δέοντα και θα παράξει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για το καλό όλων.
Του Βάσου Π. Καραμπίλια
* Ο Βάσος Π. Καραμπίλιας είναι Δικηγόρος Αθηνών, μέλος του Μητρώου στελεχών της Ν.Δ., ειδεικευθείς στο Αθλητικό Δίκαιο-MBA in Sports Management, επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων.