Θέλουμε πραγματικά τη διαμεσολάβηση;

Δημοσίευση: 10 Αυγ 2019 16:30

Η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης, η οποία ασφαλώς δεν είναι ελληνική αποκλειστικότητα, εμφανίστηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο.

Στη νομική βιβλιογραφία αναφέρονται μεταξύ των στοιχείων που συνθέτουν το αρνητικό αυτό φαινόμενο, το μεγάλο κόστος, η αβεβαιότητα της έκβασης και η δημιουργία κλίματος εχθροπάθειας ανάμεσα στα μέρη. Όλα αυτά συμπυκνώνονται στην περιγραφική για το δικαστικό σύστημα ρήση του κορυφαίου Άγγλου Δικαστή Λόρδου Woolf «too expensive, too slow, too unequal, too uncertain» (πολύ ακριβό, πολύ αργό, πολύ αναξιοκρατικό –άνισο, πολύ αβέβαιο). Η παθογένεια αυτή ανάγκασε τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 να αναζητήσουν θεραπευτικές λύσεις. Τον Μάιο του 2008 εκδόθηκε η ευρωπαϊκή οδηγία 2008/52 για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ως διαμεσολάβηση ορίζεται μια δικαιοκρατούμενη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη μιας διαφοράς προσπαθούν να λύσουν αυτή με τη βοήθεια ενός εκπαιδευμένου διαμεσολαβητή. Παρότι ο θεσμός της διαμεσολάβησης έχει αγγλοσαξονική προέλευση με ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, απασχολεί έντονα η εμπέδωση και η εφαρμογή του και στις χώρες του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού δικαιϊκού συστήματος.

Η διαμεσολάβηση σήμερα εφαρμόζεται στην Ε.Ε., σε κάποιες χώρες μάλιστα υποχρεωτικά για συγκεκριμένες διαφορές. Μεταξύ αυτών και χώρες που έχουν επαρκή δικαστικά συστήματα, όπως η Αυστρία και η Γερμανία, καθώς και η Ιταλία, η οποία αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Η θέσπιση της υποχρεωτικότητας της διαμεσολάβησης για μεγάλη ομάδα διαφορών στη χώρα αυτή προκάλεσε αντιδράσεις και από τους δικηγορικούς συλλόγους με αιχμή του δόρατος τη συμβατότητα της ρύθμισης προς το Ιταλικό Σύνταγμα. Το συνταγματικό δικαστήριο της Ιταλίας έκρινε συνταγματική τη ρύθμιση το έτος 2010, όσον αφορά στις εργατικές διαφορές, ενώ το 2012 έκρινε αντισυνταγματικό διάταγμα υποχρεωτικότητας για τυπικούς όμως λόγους. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε κρίνει ήδη από το 2007 ότι είναι συμβατή με το Σύνταγμα η θέσπιση διαδικασίας υποχρεωτικής διαμεσολάβησης. Επίσης, υποθέσεις ιταλικού ενδιαφέροντος με τη μορφή προδικαστικών ερωτημάτων ιταλικών δικαστηρίων κρίθηκαν και στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με επίδικα όμως σημεία τη συμβατότητα των ρυθμίσεων της ιταλικής νομοθεσίας με άλλες ευρωπαϊκές οδηγίες (2002/21, 2013/11) και όχι στενά με την οδηγία 2008/52 για τη διαμεσολάβηση. Ωστόσο, αυτές οι αποφάσεις του ΔΕΕ, είναι ενδεικτικές για το διακύβευμα που θέτει το Δικαστήριο αυτό για τη συμβατότητα της υποχρεωτικότητας προς το ενωσιακό δίκαιο. Καταρχήν το ΔΕΕ δέχεται ότι στην υποχρεωτική διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν με ρυθμίσεις εθνικού δικαίου και άλλες διαφορές πέραν από τις διασυνοριακές διαφορές που προβλέπει η οδηγία 2008/52. Αρκεί βέβαια να μην παραβιάζεται το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και τούτο συναρτάται, μεταξύ άλλων και με το κόστος στο οποίο υποβάλλονται τα μέρη. Όπως προκύπτει από στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται στη νομική βιβλιογραφία σχετικά με την Ιταλία, τα αποτελέσματα ήταν ελάχιστα για πολλά χρόνια υπό το καθεστώς της προαιρετικής υπαγωγής των διαφορών σε διαμεσολάβηση. Απεναντίας μόνο σε ένα έτος (Μάρτιος 2011-Απρίλιος 2012) με υποχρεωτικότητα της διαδικασίας, οδηγήθηκαν δεκάδες χιλιάδες υποθέσεις σε διαμεσολάβηση με ποσοστό επιτυχίας πάνω από το 50%.

Η Ελλάδα ενσωμάτωσε την οδηγία για τη διαμεσολάβηση αρχικά με τον Ν. 3898/2010, ενώ εναρμονίστηκε περαιτέρω με τον Ν. 4512/2018, ο οποίος όρισε για μια ομάδα υποθέσεων, ότι τα μέρη πριν προσφύγουν στο Δικαστήριο πρέπει να διέλθουν υποχρεωτικά από το στάδιο της διαμεσολάβησης. Η ρύθμιση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της σημερινής συνδικαλιστικής έκφρασης των δικαστών, την ένταση της οποίας ακολούθησε και αυτή των οργάνων των δικηγορικών συλλόγων, με πρόταση (!) των οποίων μάλιστα συγκλήθηκε η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για να γνωμοδοτήσει σχετικά με τη συμβατότητα των ρυθμίσεων του νόμου με το Σύνταγμα και το Ενωσιακό δίκαιο. Η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με μικρή πλειοψηφία (21 προς 17) εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 34/2018 γνωμοδότησή της, σύμφωνα με την οποία η επίμαχη ρύθμιση προκαλεί επιπλέον έξοδα στα μέρη τα συνδεόμενα με την αμοιβή του διαμεσολαβητή και την υποχρεωτικότητα της παράστασης των δικηγόρων και κατά ταύτα θίγει το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο. Άρα, σύμφωνα πάντα με τη γνωμοδότηση, υφίσταται αντίθεση προς το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο, το οποίο για τη συμβατότητα της διάταξης, απαιτεί ως sine qua non προϋπόθεση και την ελαχιστοποίηση των εξόδων της διαδικασίας.

Το ζήτημα της διαμεσολάβησης αποτέλεσε για τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας στρατηγική επιλογή. Με τη δημοσίευση της οδηγίας τον Μάιο του έτους 2008, το δικηγορικό σώμα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον νέο θεσμό, το οποίο εκφράζεται ρητά και μέσα από συγκεκριμένες πρόνοιες του αρχικού προσαρμοστικού νόμου. Η ιδιότητα του διαμεσολαβητή επιφυλάχθηκε, όλως εξαιρετικά σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε., στους δικηγόρους αποκλειστικά, διότι τα ζητήματα της διαμεσολάβησης απαιτούν νομικές γνώσεις και οι ίδιοι λόγω του επαγγέλματός τους έχουν εμπειρία στη διαχείριση συγκρουσιακών καταστάσεων. Παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια η διάταξη άλλαξε και ήδη διαμεσολαβητής μπορεί να γίνει με συγκεκριμένη εκπαιδευτική διαδικασία και μη δικηγόρος, σήμερα από τους δύο χιλιάδες διαπιστευμένους διαμεσολαβητές πάνω από το 90% είναι δικηγόροι. Η εκπαίδευση των διαμεσολαβητών ανατέθηκε στα κέντρα διαμεσολάβησης που μπορούσαν να προέλθουν από τη σύμπραξη των δικηγορικών συλλόγων με επιμελητήρια, όπως εδώ στη Λάρισα ο Δικηγορικός Σύλλογος σε συνεργασία με το Επιμελητήριο δημιούργησε το 2013 το Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Λάρισας (ΙΝΚΑΔΙΛ). Ο νέος Κώδικας Δικηγόρων (Ν.4194/2013) περιέλαβε ειδικό κεφάλαιο για τον θεσμό της διαμεσολάβησης και την ευθύνη προαγωγής του από τους δικηγορικούς συλλόγους. Υπενθυμίζεται, για όσους τυχόν το λησμονούν, ότι τη διαμεσολάβηση τη διεκδίκησαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες στη χώρα μας. Ωστόσο, με τις έμπρακτες αυτές πρωτοβουλίες του δικηγορικού σώματος, οι οποίες είναι ενδεικτικές, η όλη διαδικασία και λειτουργία του θεσμού διατρέχεται από την εγγύηση του δημόσιου χαρακτήρα του λειτουργήματος του δικηγόρου, τη θεσμική λειτουργία των δικηγορικών συλλόγων, αλλά και τον κοινωνικό έλεγχο των πολιτών με τη σύμπραξη των επιμελητηρίων. Συνεπώς κάθε επιχείρημα περί λειτουργίας ιδιωτικών δικαστηρίων, αν δεν εκπορεύεται εκ του πονηρού, είναι παντελώς αβάσιμο. Αυτονόητο, βέβαια, είναι το γεγονός ότι η διαμεσολάβηση δίνει μια προστιθέμενη αξία στο επάγγελμά μας, ενώ αποτελεί ευκαιρία ειδικά για μια μερίδα νεότερων συναδέλφων να αναπτύξουν το ιδιαίτερο ταλέντο τους, στο πλαίσιο της πρωτόγνωρης αυτής διαδικασίας, είτε ως διαμεσολαβητές είτε ως δικηγόροι των μερών, αφού με τον ισχύοντα νόμο τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά με δικηγόρο στη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς. Ωστόσο, μετά τις αντιδράσεις και τη γνωμοδότηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ανεστάλη μέχρι την 15-09-2019 η εφαρμογή της επίδικης διάταξης, που προβλέπει την υποχρεωτική υπαγωγή στη διαμεσολάβηση διαφορών, όπως του γειτονικού δικαίου, μικροδιαφορές, κάποιες οικογενειακού δικαίου κ.λπ. Η θέση της σημερινής πανελλήνιας έκφρασης των δικηγορικών συλλόγων συμπυκνώνεται στη φράση «είμαστε υπέρ της διαμεσολάβησης με προαιρετικό χαρακτήρα, όχι στην υποχρεωτικότητα». Παρά ταύτα όμως, η οδηγία 2008/52 δεν απαγορεύει την υποχρεωτικότητα, γεγονός που προοικονομεί και τη βούληση των ενωσιακών οργάνων για εφαρμογή του θεσμού σε κάθε περίπτωση στη χώρα μας, όπως ασφαλώς αποδεικνύει και η νομοθέτηση της ανασταλείσας διάταξης. Εξάλλου η γνωμοδότηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν είναι απόφαση και δεν παράγει κάποιου είδους δεσμευτικότητα. Απεναντίας μάλιστα, τα διαλαμβανόμενα περί προϋποθέσεων, που συνδέονται με το κόστος της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρων, μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ και ο νοών νοείτω. Επίσης, η συμφωνία μας επί της αρχής της προαιρετικότητος δεν μπορεί να γρονθοκοπεί την πραγματικότητα. Εννέα χρόνια μετά την ψήφιση του προσαρμοστικού νόμου, την ίδρυση των κέντρων διαμεσολάβησης σε πολλές περιοχές της χώρας, τη διαπίστευση δύο χιλιάδων διαμεσολαβητών, τις δεκάδες εκδηλώσεις προβολής του θεσμού, τα αποτελέσματα στο πεδίο της εφαρμογής είναι από πενιχρά έως μηδαμινά. Άρα δεν μπορεί να αναμένουμε διαφορετικά αποτελέσματα αν με τον οποιοδήποτε τρόπο παραταθεί η περίοδος της προαιρετικότητας. Ούτε όμως είναι δυνατόν οι δικηγορικοί σύλλογοι να αδιαφορήσουν για το γεγονός, ότι στο ζήτημα της διαμεσολάβησης αναλώθηκε επί σχεδόν μια δεκαετία τεράστια ενέργεια και ποικιλόμορφο κεφάλαιο, το οποίο σε τελική ανάλυση αποτελεί κεκτημένο αυτών και των δικηγόρων. Επίσης, δεν είναι δυνατόν στην παρούσα συγκυρία της πρωτοφανούς συρρίκνωσης της δικηγορικής ύλης, της ερήμωσης των δικαστηρίων από υποθέσεις, να απεμπολήσουν οι δικηγορικοί σύλλογοι ένα ακόμη αντικείμενο για τους δικηγόρους που το διεκδίκησαν και τους ανήκει. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν δεν έχουμε ενταφιασμό του θεσμού, θα αλλοιωθεί σίγουρα η φυσιογνωμία του με την εμπλοκή στη διαδικασία εφαρμογής φορέων, οι οποίοι δεν έχουν την εγγύηση του δημόσιου χαρακτήρα του λειτουργήματος του δικηγόρου. Πρέπει, λοιπόν, στην παρούσα κρίσιμη φάση και ενόψει λήξης της αναστολής της επίμαχης ρύθμισης, το δικηγορικό σώμα να προτείνει προς την κυβέρνηση τις δικές του θετικές εναλλακτικές προτάσεις που να κατατείνουν στην εφαρμογή της διαμεσολάβησης. Η όποια δυνατή συμπίεση του ελάχιστου κόστους της διαδικασίας, μέσω και της μείωσης των υποχρεωτικών ωρών για τη λήξη της διαμεσολάβησης, μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα υπέρβασης του «sine qua non» και αποτροπής του ενδεχομένου μιας αρνητικής εξέλιξης για την παράσταση των δικηγόρων στη διαδικασία. Η υπαγωγή στο πεδίο της υποχρεωτικότητας διαφορών, με μικρό οικονομικό αντικείμενο και όχι μόνον, μικροδιαφορών, αλλά και άλλων που επιδέχονται φιλική διευθέτηση, με ταυτόχρονη απόσυρση κάποιων που περιλαμβάνει η ρύθμιση, είναι ικανή συνθήκη για την υλοποίηση του θεσμού, αφού η καλλιέργεια της αντίληψης εφαρμογής του, είναι προεχόντως ποιοτικό και όχι ποσοτικό μέγεθος. Επίσης, ευπρόσωπα μπορεί να προταθεί και η πιλοτική εφαρμογή της υποχρεωτικότητας για κάποιες διαφορές με σκοπό να επανεξεταστεί το ζήτημα, μετά από κάποιον μεταβατικό χρόνο ικανό για την εμπέδωση στην κοινωνία μιας διαφορετικής κουλτούρας επίλυσης των διαφορών.

Πρέπει, δηλαδή, το δικηγορικό σώμα να διαφυλάξει έναν θεσμό που έχει στο επίκεντρο τους δικηγόρους και ο οποίος αποτελεί μια πραγματική πολιτική μεταρρύθμιση, που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας. Η μακρά περίοδος προαιρετικής εφαρμογής της διαμεσολάβησης απέβη άκαρπη και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει και να αλλάξει. Επομένως, κάθε εμμονή στη μονολιθική θέση, αν δεν είναι μια υπέροχη γενικότητα, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι διαπνέεται από υποκρισία και φαρισαϊσμό. Και, αν μη τι άλλο, παραμένει μετέωρο και αναπάντητο το ερώτημα: Θέλουμε πραγματικά τη διαμεσολάβηση;

Του Δημήτρη Γ. Κατσαρού, δικηγόρου, προέδρου του ΙΝΚΑΔΙΛ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass