Στις δύσκολες στιγμές της Αθήνας, πάντα μετά τη μεγάλη πίεση ερχόταν η σκέψη. Η σκέψη σα διέξοδος φυγής, μια όαση ηρεμίας μέσα στα έλατα, τα κουδούνια των ζώων μακριά, ο βουχός του ποταμιού, τα αλιχτίσματα των σκυλιών τη νύχτα.
Κάτι από Ζαχαρία Παπαντωνίου όλα αυτά; Σίγουρα, όταν τον διάβαζα μικρός και τώρα που τον ξαναδιαβάζω μεγαλύτερος, βρίσκω τον εαυτό μου να ζει μέσα στις σελίδες του.
Ας ξαναγυρίσουμε στο χωριό. Μετά τη σκέψη η ανάμνηση. Οι μνήμες των παιδικών χρόνων, τα κατεβάσματα στο ποτάμι με τα νερά, το ψάρεμα της πέστροφας στις βάθες με πηρούνι δεμένο στην άκρη του καλαμιού, οι κιθάρες γύρω από τη φωτιά το βράδυ στα λιβάδια. Αγόρια κορίτσια μαζί, οι πρώτοι έρωτες.
Αργότερα, οι παρέες στην πλατεία συντροφιά με φίλους, το μοίρασμα των διακοπών με τον αδερφό, ένας στο ένα πανηγύρι, ένας στο άλλο για να μας χωρέσει το σπίτι τα παιδιά, εμείς, οι παππούδες, το καλό φαγητό το βράδυ στο μοναδικό μαγαζί της πλατείας, οι μπίρες, η αερολογία.
Τελείωσαν αυτά. Στα μέσα και πλέον της ζωής μου οι εικόνες του παρελθόντος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αχνό χαμόγελο μνήμης, ένα φωτεινό πρόσωπο που προβάλλει από μακριά, γελά λίγο και χάνεται μέσα σε μια γλυκιά σκιά προτού προλάβεις να το γνωρίσεις.
Η αλήθεια είναι ότι η καθημερινότητα στο χωριό υπολείπεται της μνήμης, αδικεί την ανάμνηση, ενώ απειλεί σοβαρά να ματαιώσει την κάθε προσδοκία.
Κάτω απ’ τα πλατάνια της πλατείας και δίπλα στα παγωμένα νερά της βρύσης που τρέχουν από το ίδιο σημείο χρόνια, κάθονται κουρασμένοι από τη ζωή άνθρωποι.
Ηλικιωμένοι γέροντες ξοδεύοντας την πενιχρή σύνταξή τους σε ένα φλυτζάνι ελληνικού καφέ, στα μέσα μιας παρτίδας χαρτιών και σε ένα εικοσπενταράκι ντόπιο τσίπουρο με λίγο μεζέ, πριν φύγουν το μεσημέρι για φαγητό.
Βαριεστημένοι μεσήλικες, προσπαθώντας να διώξουν τα προβλήματα της πόλης, σε άλλο τραπέζι αυτοί, λίγο μακρύτερα από τους ηλικιωμένους, στροβιλίζονται σε επαναλαμβανόμενες κουβέντες για την πολιτική, για τη διαφορά της ζωής στην πόλη, για τον παράδεισο του χωριού που χάθηκε, για τη μακρινή πόλη που τόσο την ποθούν όσο και να θέλουν να της ξεφύγουν, το ναρκωτικό που πότισε το αίμα τους και έδεσε τη ζωή τους. Δεν μπορούν να ξεφύγουν πιά.
Τέλος τέλος παιδιά. Όχι πολλά, αρκετά παιδιά, σε παρέες καθισμένα στο κιόσκι με τα κινητά στα χέρια. Παιδιά που γκρινιάζουν για το wi-fiτου μαγαζιού που δεν πιάνει καλά, για την μπαταρία της συσκευής που τελείωσε και ζητούν το κινητό των γονιών τους, για να συνεχίσουν ό,τι κάνουν, που όμως δεν μπορούν να το δώσουν γιατί περιμένουν τηλέφωνο από τη δουλειά και όπου να’ ναι θα πάρει και ο μπαμπάς ή η μαμά από την πόλη να τους μιλήσει καθώς δεν κατάφερε να πάρει την άδεια για να ρθεί.
Μέσα σ’ αυτά τα παιδιά κι ο γιος μου. Τον βλέπω ανάμεσα στο τσούρμο με το σκυμμένο κεφάλι. Μόλις που τον ξεχωρίζω με την μπάλα παρατημένη δίπλα, ανάμεσα σε δέκα ίδια κεφάλια, σκυμμένα κεφάλια.
Σηκώνει τα μάτια του, με βλέπει. Σηκώνεται, με πλησιάζει. Αναθαρρίζω. Να το, λέω, θα έρθει να με ρωτήσει αν τον αφήνω να φύγει για να πάει με την παρέα του στο διπλανό χωριό. Ανησυχώ, προβληματίζομαι, φοβάμαι. Ο φόβος φέρνει την ανάμνηση, κυττάζω το κουρεμένο του κεφαλάκι, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Βγαίνω απ’ τις σκέψεις μου, θα τον αφήσω να πάει, η απόφαση πάρθηκε.
-Μπαμπά, να σε ρωτήσω κάτι; Γελώ.
-Ρώτα αγόρι μου, απαντώ, έφτασε η ώρα της μεγάλης απελευθέρωσης σκέφτομαι.
-Τι ώρα θα βγούνε τα σουβλάκια στο μαγαζί; Θα μου πάρεις;
Μούδιασμα, συγκρατημένο χαμόγελο, απογοήτευση.
-Ναι παιδί μου, θα σε φωνάξω όταν βγούνε, μην ανησυχείς.
-Ευχαριστώ μπαμπά, το μικρό κουρεμένο κεφαλάκι φεύγει από κοντά μου και ενώνεται με τα δέκα σκυμμένα κεφάλια.
Γυρίζω προς την πλατεία να παραγγείλω τα σουβλάκια του παιδιού. Μια μπίρα για μένα.
Ο ήλιος έχει δύσει, τα κουδούνια απ’ τα γελάδια ακούγονται μακριά, το ποτάμι σέρνει με βουή τα αιωνόβια νερά του. Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι με καναδυό φίλους. Μόνος μου είμαι. Ανοίγω το κινητό…
Του Διαμαντή Κωτούλα