Από τον Κώστα Γιαννούλα
Στο πρόσφατο δημοψήφισμα θριάμβευσε, ως γνωστόν, το ΟΧΙ σε βάρος του ΝΑΙ διαψεύδοντας εν πολλοίς και πάλι τους δημοσκόπους και δημιουργώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού στους οπαδούς του, την οποία εκδήλωσαν με τραγούδια και χορούς στο κέντρο της Αθήνας αλλά και αλλού.
Και ενώ θα περίμενε κανείς το ΟΧΙ αυτό ν’ αποτελέσει την πυξίδα του πρωθυπουργού και της συγκυβέρνησης για καλύτερη συμφωνία και για τα επόμενα βήματά της, αν πιστέψουμε τον κ. Βαρουφάκη, που επισκέφθηκε περιχαρής το πρωθυπουργικό γραφείο την ώρα, που χιλιάδες πολίτες χόρευαν στην πλατεία Συντάγματος, ο κ. Τσίπρας κάθε άλλο παρά με νικητή έμοιαζε, ίσως γιατί θα τον βόλευε καλύτερα το ΝΑΙ, που μετά βδελυγμίας απέρριπτε, αναλογιζόμενος τι περίμενε αυτόν και τη χώρα.
Άλλωστε το πρωί της επομένης του δημοψηφίσματος πήρε την πρωτοβουλία και συγκάλεσε σύσκεψη στο γραφείο του προέδρου της Δημοκρατίας των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου ζητώντας τους να υπογράψουν κοινό ανακοινωθέν υπέρ του Ναι στο ευρώ και στην Ε.Ε και υπέρ της συμφωνίας με τους εταίρους έναντι οποιουδήποτε τιμήματος προς αποφυγήν ενός GREXIT, που σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα θα ανατίναζε και θα κατέστρεφε τη χώρα. Τρελά πράγματα, ομολογουμένως.
Αφού, λοιπόν, ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση, όπως ομολόγησε εκ των υστέρων, προς τί οι αναβολές και η χρονοκαθυστέρηση στη διαπραγμάτευση και γιατί έγινε το δημοψήφισμα με εκπεφρασμένη εκ των προτέρων την άποψη των εταίρων και των δανειστών μας, ότι το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σημαίνει ΟΧΙ στην Ε.Ε. και στο Ευρώ; Μήπως, τάχα, η κατάσταση στην ελληνική οικονομία επιδεινώθηκε δραματικά λίγες ώρες μετά το δημοψήφισμα και ο πρωθυπουργός άλλαξε στάση;
Αφού λίγες εβδομάδες νωρίτερα διέκρινε την αναποτελεσματικότητα της Μπαρουφάκειας διαπραγματευτικής τακτικής, που ξέρουμε, πλέον, για πού το πήγαινε, οπότε αποφάσισε την αποδυνάμωση του Υπουργού, γιατί δεν προχώρησε, τότε, στην οριστική αντικατάστασή του και της διαπραγματευτικής του ομάδας, προκειμένου να πετύχει τη συμφωνία μ΄ ανοιχτές τράπεζες και εντός των χρονικών ορίων του εφαρμοζόμενου προγράμματος;
Ο κ. Τσακαλώτος, ο σημερινός υπουργός, δικαιολόγησε το δημοψήφισμα λέγοντας ότι η συμφωνία με βασικό άξονα τις προτάσεις Γιουνγκέρ, υπήρχαν εκτιμήσεις στο Μαξίμου, ότι δε θα περνούσε στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε η κυβέρνηση θα έχανε τη δεδηλωμένη και θα έπεφτε. Προτίμησαν, δηλαδή, (αν είναι δυνατόν), να παιχτεί στα ζάρια η οικονομία και το μέλλον της χώρας, για να μη διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κυβερνητικός συνασπισμός, κάτι, που απ΄ ότι δείχνουν οι εξελίξεις, ούτως ή άλλως, είναι τελικά αναπότρεπτο.
Κι όμως! Για τους Συριζαίους είναι και αυτό δυνατόν, όπως και το να δέχονται να κυβερνιέται η χώρα αυτή την περίοδο απ’ τη Ν.Δ., το Ποτάμι, και το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον μνημονιακό, πλέον, κ. Τσίπρα. Τι άλλο, Παναγιά μου, θα δουν τα μάτια μας σ’ αυτή τη χώρα, στην οποία δικαιολογημένα ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος υποστήριξε, κάποτε, ότι μοιάζει μ’ ένα απέραντο φρενοκομείο.
Σ’ ότι με αφορά, επειδή ήμουν της άποψης ότι, για να ψηφίσει κανείς, οικεία βουλήσει, ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, έτσι όπως ήταν διατυπωμένο το ερώτημα, έπρεπε να είναι ή τρελός ή μαζόχας, και επειδή, δεν είμαι τίποτε απ’ τα δύο, προτίμησα συνειδητά να το παίζω τρελός και συντάχθηκα με βαριά καρδιά με το ΝΑΙ λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις κλειστές τράπεζες και την προειδοποίηση των δανειστών ότι το ΟΧΙ σημαίνει έξοδο απ’ την Ε.Ε. και το Ευρώ. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και ο θρίαμβος του ΟΧΙ και η μεταστροφή του κόσμου αμέσως μετά το δημοψήφισμα υπέρ του ΝΑΙ.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ . Τσίπρα, γιατί, έστω και στο και πέντε και έναντι μεγάλου τιμήματος, επέλεξε, χάριν της ελπίδος για τη σωτηρία της χώρας, το δρόμο της λογικής και του ρεαλισμού παίρνοντας διαζύγιο απ’ τα βαρίδια του κόμματός του, που τον κρατούσαν δέσμιο στην άσκηση της εξουσίας.
Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω, όμως, και γιατί με τις τελευταίες επιλογές του κατάφερε να βγάλει από πάνω μου αλλά και απ’ τις πλάτες των πολιτικών αντιπάλων του τη ρετσινιά του μνημονιακού, του Μερκελιστή και του Γερμανοτσολιά, αλλά και γιατί δημιουργήθηκαν, πιστεύω, οι προϋποθέσεις ν’ αλλάξουμε οι Έλληνες νοοτροπία, να συζητήσουμε επί της ουσίας και να συνεννοηθούμε επιτέλους. Εύχομαι και ελπίζω να τα καταφέρουμε.