Η προσωρινή κυβέρνηση της Ισπανίας τον είχε παραγγείλει στον διάσημο μαέστρο το 1814, αλλά η υποδοχή του πίνακα δεν υπήρξε και τόσο ένθερμη και μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Πράδο. Εκεί έπρεπε να περιμένει το 1872, έως ότου περιληφθεί στα εκθέματα του καταλόγου του. Τότε, τα φρικτά γεγονότα που απαθανάτιζε ο Γκόγια είχαν κιόλας υποχωρήσει στα παρασκήνια της μνήμης των ανθρώπων, όπως οι σφαγές των διαδηλωτών στο Κάιρο, οι επιθέσεις με αέρια στη Δαμασκό ή οι βομβιστικές επιθέσεις στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, έχουν ήδη ξεχαστεί από εμάς σήμερα.
Τότε, το 1814, ο Γκόγια διαβεβαίωνε την ισπανική κυβέρνηση πως το έργο του «θα διαιωνίσει (στις μνήμες) την κορυφαία και πιο ηρωική πράξη της δοξασμένης εξέγερσής μας κατά του Τυράννου της Ευρώπης». Ο τύραννος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ναπολέοντα, ο οποίος είχε καταλάβει την Ισπανία στις αρχές του 1808, εξαναγκάζοντας σε παραίτηση τον Βασιλέα Κάρλος Δ’.
Στις 2 Μαΐου, μια ομάδα πιστών βασιλικών επιχείρησε να ανακαταλάβει την εξουσία στη Μαδρίτη, όμως η εξέγερσή τους αποδείχθηκε μία πλήρης αποτυχία με αιματηρό αποτέλεσμα, καθώς την επαύριο τα γαλλικά στρατεύματα συνέλαβαν και οδήγησαν στο απόσπασμα εκατοντάδες στασιαστές.
Έξι χρόνια αργότερα, με τα γαλλικά στρατεύματα να έχουν υποχωρήσει και τον γιο του Κάρλος να βρίσκεται στον ισπανικό θρόνο, ο Γκόγια φιλοτέχνησε δύο μεγάλους καμβάδες, αναπαριστώντας τα γεγονότα της εξέγερσης: ο ένας έχει θέμα την εξέγερση της 2ας Μαΐου και ο δεύτερος—και πιο συνταρακτικός—τις εκτελέσεις της 3ης Μαΐου.
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Γκόγια είχε αναπτύξει την επιτηδειότητα να πείθει τους παραγγελιοδότες του να υπογράφουν για ένα συγκεκριμένο θέμα και να τους παραδίδει κάτι άλλο. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η «Τρίτη Μαΐου» κράτησε ζωντανά στη μνήμη τα δραματικά τούτα γεγονότα, όμως είναι άδηλο εάν ο ίδιος ο Γκόγια είχε ως πρόθεσή του να δώσει έναν δοξαστικό τόνο στον πίνακά του. Χρειάσθηκε το μεγάλο τάλαντό του και η ευρηματικότητά του για να αποφύγει μία πομπώδη και πανοραμικού τύπου αποτύπωση των γεγονότων και για να συγκεντρώσει την προσοχή στην αδυσώπητη πραγματικότητα του πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν για τους τότε θεατές, αλλά και για το σημερινό κοινό, ιδιαίτερα αποκρουστικό, αφήνοντας λίγο χώρο για την όποια νύξη ηρωισμού στην έκφραση και τη στάση των πρωταγωνιστών του.
Σε ένα δοκίμιό του, του 1957, ο Γάλλος συγγραφέας και κριτικός τέχνης Αντρέ Μαλρώ υποστήριζε πως η μοντέρνα ζωγραφική ξεκινά με τη σειρά από τις «Μαύρες ζωγραφιές» του Γκόγια—εκείνα τα αποτρόπαια, ζοφερά τέρατα, που ολοκλήρωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1820. Όμως στην «Τρίτη Μαΐου», ο Ισπανός «δάσκαλος» εγκαινιάζει μια άλλου είδους νεωτερικότητα —εξίσου απρόσωπη, τρομακτική, διεισδυτικά αποτελεσματική. Η σκιά του αποσπάσματος των Γάλλων στρατιωτών, που δεσπόζει στο δεξί άκρο του πίνακα, αφήνει λιγοστά περιθώρια ερμηνείας. Καθώς δεν μπορούμε να δούμε τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους, δεν μας είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε τι περνά μέσα από το κεφάλι τους—τα μάτια μας μόλις που διατρέχουν τις στυγερές, απόκοσμα σκοτεινές και όμοια «ρομποτικές» πόζες τους την ώρα που τουφεκίζουν. Αποσπασμένοι από το πεδίο συγκρούσεων, έπειτα από πολλές ώρες μάχης, έχουν αναλάβει μία αποστολή που αφήνει λιγοστό χώρο για συναισθηματισμούς. Απλώς υπακούουν σε εντολές, ακριβώς όπως οι φρουροί στο Νταχάου, ή οι συμμετέχοντες στο πείραμα του Μίλγκραμ (όπου οι συμμετέχοντες μοιράζονται σε «κύριους» και «υποτελείς»).
Οι εκτελεστές στον πίνακα είναι τρομακτικοί επειδή δεν βλέπουμε πολλά από αυτούς, ενώ τα θύματα είναι συνταρακτικά και αλησμόνητα, επειδή ακριβώς μας δείχνουν πάρα πολλά. Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί από τους κριτικούς για να αναλυθεί ο ρόλος και η εντύπωση που αφήνει η κεντρική φιγούρα του μάρτυρα με το λευκό πουκάμισο—δεν είναι λίγοι που συγκρίνουν αυτή τη σιλουέτα με τα ανοικτά χέρια με την εικόνα του Εσταυρωμένου, με τις πληγές στα χέρια του να υπενθυμίζουν τα «στίγματα» του Χριστού.
Είναι αλήθεια πως η «Τρίτη Μαΐου» είναι ένας πίνακας που κάθε του εκατοστό είναι κατάστικτο από ερμηνευτικά σύμβολα. Όπως για παράδειγμα το γυαλιστερό σπαθί, που κρέμεται στο πλάι ενός από τους Γάλλους στρατιώτες—ένα άχρηστο όπλο, σύμβολο μίας ρομαντικής εικόνας για τον πόλεμο, που ο πίνακας του Γκόγια αποτελεί μια διάτορη απόρριψή του. Ο Μαλρώ από την πλευρά του υπογραμμίζει και το απόμακρο, αμυδρά υπαινισσόμενο, τοπίο της πόλης, που λειτουργεί ως φόντο για τη μακρά γραμμή των εκτελεσθέντων και που μόλις γίνεται ορατό πάνω από τα δεσπόζοντα κεφάλια των Γάλλων. «Χωρίς να ζωγραφίζει ερείπια, ο Γκόγια υπαινίσσεται το φάντασμα μίας πόλης. Κανείς άλλος δεν το έχει κατορθώσει αυτό», γράφει.
Η εντύπωση της «Τρίτης Μαΐου» είναι έκδηλη στα έργα άλλων ζωγράφων που επιχείρησαν να πετύχουν την αίσθηση που προκαλεί το έργο του Γκόγια. «Η εκτέλεση του (αυτοκράτορα του Μεξικού) Μαξιμιλιανού» (1867-8) του Εντουάρ Μανέ, αποτελεί έναν σαφή φόρο τιμής στον Γκόγια, ενώ και η «Γκερνίκα» του Πικάσο, έχει ως κεντρικό της άξονα την ίδια εικόνα του μάρτυρα με τα εκτεταμένα χέρια, όπως στον πίνακα του Ισπανού προδρόμου του.
Το έργο αυτό, από μια άποψη, αποτελεί μία μεγάλη επιτυχία, όσον αφορά τη στράτευση της τέχνης στην καταγγελία των πολέμων. Η παραγγελία της ισπανικής κυβέρνησης για έναν πίνακα που θα διαιωνίζει τη μνήμη αυτής της ιστορικής σελίδας, έχει ξεπεράσει τον στενό εθνικό κύκλο. Ακόμη και σήμερα, δύο αιώνες μετά τα γεγονότα, οι καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο επιστρέφουν στην «Τρίτη Μαΐου» για να αντλήσουν έμπνευση για τα αντιπολεμικά οράματά τους.
Όμως ιδωμένη και από μία άλλη οπτική γωνία, η δημιουργία του Γκόγια μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί και ως μία αποτυχία. Μολονότι ο καλλιτέχνης έχει καταφέρει να αποδώσει με τον χρωστήρα του τη φρικαλέα και ωμή τούτη πτυχή του πολέμου, όσο δυνατά κι αν είναι τα συναισθήματα που αυτό το αποκρουστικό θέαμα προκαλεί, δεν έχει περάσει το μήνυμά του να συμβάλει στην αποτροπή των πολέμων και της φρίκης του. Σαν τον Γκόγια, που υπήρξε μάρτυρας των γεγονότων –Yo lo vi, «εγώ το είδα», ήταν το σύνθημά του—οι ζωγράφοι βλέπουν και πηγαίνουν πολύ παραπέρα από τα απλά γεγονότα και υπογραμμίζουν τις βαθύτερες πτυχές τους που συνταράσσουν τον τόπο ή τον πλανήτη μας, αλλά δεν έχουν άλλη δυνατότητα πάρεξ να τις ζωγραφίσουν μόνο.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Πηγή: Artsy Magazine.