Με τις υπέροχες αυτές λέξεις, οι πασχαλινοί ύμνοι της Εκκλησίας μας, προσδιορίζουν τη λαμπρή αυτή Αναστάσιμη ημέρα της χριστιανοσύνης. Το Χριστιανικό Πάσχα ή Πασχαλιά ή Λαμπρή, είναι η σημαντικότερη γιορτή του χριστιανικού εκκλησιαστικού έτους, αλλά και η μεγαλύτερη δεσποτική γιορτή της χριστιανοσύνης, που γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Το Πάσχα ήταν εβραϊκή γιορτή (Πάσχα= διάβαση), που είχε σχέση με την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από την Αιγυπτιακή αιχμαλωσία. Η Σύνοδος της Νικαίας (325 μ.Χ.) καθόρισε το Πάσχα να συμπίπτει την πρώτη Κυριακή, μετά τις 14 του μήνα Νισάν, δηλαδή, του μήνα στον οποίο συμπίπτει η Εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου). Η 14η του Νισάν αντιστοιχούσε σε ημέρα Κυριακή και έπρεπε να μετατεθεί την επόμενη Κυριακή. Κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το Πάσχα γιορτάζεται την Κυριακή που ακολουθεί μετά την εαρινή ισημερία που έχει πανσέληνο, αλλά οι ορθόδοξες εκκλησίες δεν ακολούθησαν το ημερολόγιο αυτό, με αποτέλεσμα στο εκκλησιαστικό έτος να υπάρχουν δύο ημερομηνίες του Πάσχα. Η Ορθόδοξη εκκλησία έδωσε ιδιαίτερη σημασία και λαμπρότητα στο γεγονός της Ανάστασης και σε ολόκληρη τη λατρεία της τονίζεται ο αναστάσιμος χαρακτήρας της. Άλλωστε, και η περίοδος της Σαρακοστής κυριαρχείται από το πνεύμα της Ανάστασης, γιατί προετοιμάζει τους πιστούς να φτάσουν λαμπαδοφόροι στην Αγία και Τριήμερη Ανάσταση του Κυρίου μας. Η λαμπρότητα του εορτασμού, αρχίζει με παννυχίδα από το Μ. Σάββατο, κορυφώνεται στην τελετή της Ανάστασης, διαρκεί όλη την εβδομάδα της Διακαινησίμου, ως την Κυριακή του Θωμά (Αντιπάσχα) και παρατείνεται μέχρι την παραμονή τα Ανάληψης, οπότε καλείται και Απόδοση του Πάσχα...
Ο πένθιμος χαρακτήρας της Μ. Εβδομάδας δεν υπάρχει πια και οι εκκλησιές λαμπροστολισμένες, με τους κλώνους δεντρολιβάνου σκορπισμένους παντού, προσημαίνουν τη χαρμόσυνη γιορτή της Ανάστασης, «Δεύτε λάβετε φως», αναφωνεί από την Ωραία Πύλη, ο ιερέας και οι πιστοί προστρέχουν να λάβουν το ανέσπερο φως της Αναστάσεως Χριστού. Ο λαός μας συνέδεσε τη γιορτή της Λαμπρής με πλούσια έθιμα, τα οποία και σήμερα αναβιώνουν σε αρκετές περιοχές της πατρίδας μας.
Το πρώτο παραδοσιακό έθιμο είναι το βάψιμο των αβγών τη Μ. Πέμπτη, που έγιναν το σύμβολο της Ανάστασης. Οι νοικοκυρές στην περιοχή του Ολύμπου, έβαφαν τα αβγά κόκκινα με ένα χορτάρι, το λεγόμενο ριζάρι, που έβγαζε με το βράσιμο κόκκινο χρώμα. Εξάλλου, και στα χωριά του Κισσάβου, έβαφαν με το ίδιο χορτάρι, αφού εκεί το χρησιμοποιούσαν και για τη βαφή νημάτων. Η συνήθεια του τσουγκρίσματος, με τη φράση «Χριστός Ανέστη», σημαίνει τη νίκη του θανάτου και την Ανάσταση του Χριστού και είναι βυζαντινή συνήθεια. Το ψήσιμο του Οβελία, είναι το πιο γνωστό έθιμο και εκτός από τον συμβολικό χαρακτήρα φανερώνει και την ελληνική λεβεντιά στα χρόνια της σκλαβιάς... Στα θεσσαλικά έθιμα ανήκει και το καψάλισμα των ζώων με το φως που έφερναν από την Ανάσταση, για υγεία και παραγωγή, το σταύρωμα στο ανώφλι του σπιτιού με το φως, καθώς και το ράντισμα των σπιτιών και στάβλων, την ώρα που χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Με άγιο φως οι νοικοκυρές άναβαν το καντηλάκι και το διατηρούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού τους. Στον θεσσαλικό χώρο και σε περιοχές των Ολύμπου, Κισσάβου, Καλαμπάκας, Καρδίτσας, αλλά και του Δομοκού, γίνονταν οι Τρανοί χοροί, τα Πασχαλόγιορτα. Ήταν η μόνη χαρά των ξωμάχων της θεσσαλικής υπαίθρου, που με το Χριστός Ανέστη, έμπαιναν στον χορό της χαράς και της διασκέδασης. Τα Πασχαλινά Χοροστάσια ήταν μια ζωντανή πανηγυρική έκφραση των ανθρώπων της αναστάσιμης αυτής περιόδου... Τα θεσσαλικά χοροστάσια, με τους λαμπριάτικους χορούς άρχιζαν την Κυριακή του Πάσχα και τελείωναν την Κυριακή του Θωμά. Τα χοροστάσια της Λαμπρής ή τα Πασχαλόγιορτα, αποτυπώνονται με τον εξής στίχο: «Ήρθαν τα Πασχαλόγιορτα, ήρθαν τα πανηγύρια. Μπαίνουν οι νιοί στο χορό και νιές με τα μαντήλια. Σήμερα είναι της Λαμπρής, της μεγάλης Πασχαλιάς….». Οι αχοί των πασχαλινών τραγουδιών φτάνουν και σήμερα στα αυτιά όσων πρόλαβαν και βίωσαν στα νιάτα τους αυτά τα έθιμα, με τους καημούς και τις ελπίδες. Σήμερα τα Πασχαλόγιορτα και τα ξεθωριασμένα έθιμα είναι μια γλυκιά ανάμνηση, ένα ελαφρύ αεράκι στην πορεία των Ελλήνων, της οικονομικής, προσφυγικής και συνοριακής κρίσης, που μαστίζει την πατρίδα μας.
Από τον Απόστολο Ποντίκα, δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο