Πρόκειται, ως γνωστόν, για έννοιες που εξ ορισμού είναι σε αντίθεση. Διότι σημαία της ακροδεξιάς είναι το έθνος και στόχος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι, ακριβώς, η υπέρβαση της έννοιας του έθνους.
Συνεπώς, θα συνιστά αρνητική εξέλιξη αν στις ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου σημειωθεί -όπως οι οιωνοί δείχνουν- αξιοσημείωτη άνοδος των πολιτικών εκφραστών των δυνάμεων του ακροδεξιού αυταρχισμού. Όχι, βέβαια, ότι οι δυνάμεις αυτές θα αποτελέσουν την κυρίαρχη τάση αλλά θα βάλουν «φώλι» για το μέλλον και θα κάνουν πολύ «θόρυβο» σε κατεύθυνση διαφορετική από τον σκοπό δημιουργίας της ευρωπαϊκής βουλής.
Τα χρονικά, πάντως, περιθώρια, για τις πολιτικές δυνάμεις που εξακολουθούν να εμπιστεύονται το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στενεύουν ολοένα και περισσότερο. Θα προλάβουν άραγε αυτές οι δυνάμεις να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να αντιδράσουν αποτελεσματικά στη διαφαινόμενη ισχυροποίηση του Ακροδεξιού Ευρωπαϊκού Μετώπου (ΑΕΜ); Η ήττα του Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία παλαιότερα και η πρόσφατη ελεγχόμενη «αποβολή» του κόμματος Φιντέζ του Β. Όρμπαν από τις τάξεις του ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος, προσφάτως, βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν φαίνεται να είναι αρκετά για να αποτρέψουν την ενδυνάμωση του ΑΕΜ-ως τμήματος της άτυπης «διεθνούς του αναρχοαυταρχισμού-στην Ευρώπη.
Στην ετερόκλητη «διεθνή του αναρχοαυταρχισμού» εκτός από τη Λεπέν, τον Όρμπαν και τους αναδυόμενους «φίρερ» των «εναλλακτικών» κομμάτων στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. AfD στη Γερμανία, το κόμμα των Φινλανδών, το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών κλπ) μπορούμε να συμπεριλάβουμε τον Βλαδίμηρο Πούτιν, τον Ντόναλντ Τραμπ, τον «δικό» μας Ταγίπ Ερντογάν και φυσικά τον νεοεκλεγέντα Μπολσονάρου στη Βραζιλία που προσφάτως δήλωσε ότι «οι ναζί ήταν αριστεροί». Μπορούμε, προφανώς, ως ειδική περίπτωση, να συμπεριλάβουμε και το ολοκληρωτικό καθεστώς της Κίνας για το οποίο γράψαμε πιο αναλυτικά παλαιότερα.
Ως εκ τούτων οι δυνάμεις του αυταρχισμού στον παγκόσμιο χάρτη «αυξάνονται και πληθύνονται». Η Ευρώπη απομένει η μοναδική, σχεδόν, όαση και θετικό παράδειγμα, με ικανοποιητική λειτουργία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, με μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας για τους ασθενέστερους, με ελευθερία του Τύπου, χωρίς πολιτικές διώξεις των αντιφρονούντων και με οικονομική-ακόμη-σταθερότητα αλλά και ισχύ. Παραμένει δε επίμονα προσανατολισμένη στη διευρυνόμενη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Πράγμα που σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν βαθύτερη συνειδητοποίηση των κινδύνων από την κλιματική επιδείνωση.
Η ευρωπαϊκή ήπειρος υπήρξε, ως γνωστόν, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, το κύριο πεδίο αντιπαράθεσης της φασιστικής, της κομμουνιστικής και της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Η ήττα της φασιστικής το 1945 και η κατάρρευση της κομμουνιστικής το 1989 κατέδειξαν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι αυτό που οι πολίτες της Ευρώπης απολαμβάνουν σήμερα ως αυτονόητη πραγματικότητα (δηλ. δημοκρατία και ατομικές ελευθερίες) δεν υπήρξε μια εξίσου εύκολη και αυτονόητη κατάκτηση. Όπως, επίσης, δεν είναι αυτονόητη η διατήρηση στο διηνεκές αυτού του status ούτε είναι βέβαιη και απολύτως ασφαλής η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι βέβαιη η απρόσκοπτη λειτουργία της Ευρώπης ως αυτόνομου πόλου στο διαμορφούμενο εξαιρετικά ανταγωνιστικό παγκόσμιο σκηνικό.
Αντιθέτως, οι εξελίξεις, όπως δρομολογήθηκαν εξαιτίας της παγκοσμιοποιούμενης καπιταλιστικής οικονομίας, προβληματίζουν τον κάθε νουνεχή ευρωπαίο πολίτη και του δημιουργούν ανησυχία όχι μόνο για την τύχη της δημοκρατίας στην ήπειρό μας αλλά και για την πορεία του πλανήτη στο σύνολό του. Τουτέστιν, το BREXIT, η εκλογή Τραμπ, η άνοδος των λαϊκιστικών δυνάμεων του αυταρχισμού (με νεοφιλελεύθερο υπόβαθρο) σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες- όπως εισαγωγικώς είπαμε-και η συμπεριφορά ορισμένων πρώην ανατολικών χωρών (και όχι μόνο) σε επίδικα ζητήματα (μεταναστευτικό-προσφυγικό, κλιματική αλλαγή) υπενθυμίζουν ότι ορισμένα φαντάσματα από το παρελθόν όχι μόνο δεν μπήκαν στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» αλλά, αντιθέτως, τα πράγματα δείχνουν ότι ο «όφις» αφυπνίζεται.
Αξιόπιστη -κατά τη γνώμη μας- «ασπίδα προστασίας» για τη διατήρηση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» είναι η δημιουργία μιας εκτεταμένης και ευημερούσας μεσαίας τάξης -που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας- παντού στην Ευρώπη κι όχι μόνο στις ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν θα βρίσκει έτσι γόνιμο έδαφος να αυξάνει την επιρροή του ο ακροδεξιός λαϊκισμός αλλά και κάθε είδους λαϊκισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγεμονεύουσες δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο κλπ) οφείλουν να συνεισφέρουν- παρέχοντας μέρος από τα πλεονάσματά τους-στην υπόθεση της περαιτέρω σύγκλισης των οικονομιών των κρατών-μελών.
Η καλή διαχείριση του μεταναστευτικού-προσφυγικού θέματος είναι ένα άλλο κρίσιμο μέγεθος για τη διαρκή προσήλωση των πολιτών της Ε.Ε. στο ευρωπαϊκό όραμα. Η ύπαρξη ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα αυτό και η δίκαιη κατανομή των βαρών στα κράτη-μέλη δεν θα άφηναν περιθώριο στις δυνάμεις του αυταρχισμού, που «τρέφονται» από την ύπαρξη προβλημάτων, να «αξιοποιούν» εμφανιζόμενες δυσλειτουργίες που αυξάνουν την ανασφάλεια των πολιτών. Η πατρίδα μας, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ουγγαρία του κ. Όρμπαν συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας τέτοιας πολιτικής. Διότι όπως επανέλαβε και ο Πάπας Φραγκίσκος: «τα ανθρώπινα δικαιώματα έρχονται πριν από τις διεθνείς συμφωνίες».
Η Ευρώπη, παρά τα υπαρκτά προβλήματα και τις μεθοδεύσεις που απεργάζονται «φίλοι και αντίπαλοι», είναι βέβαιο ότι θα ξανασυναντηθεί κάποια στιγμή με τις ιδρυτικές της διακηρύξεις για τους ίδιους λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτές. Διότι κάθε σκέψη για επάνοδο στις προπολεμικές δομές του 20ού αιώνα θα ισοδυναμούσε με αναβίωση των καταστροφικών εθνικών ανταγωνισμών. Οι επικείμενες ευρωεκλογές, λοιπόν, αποτελούν μια καλή ευκαιρία για ανανέωση του ευρωπαϊκού οράματος και για μια δημιουργική επανεκκίνηση. Με αυτό τον τρόπο το πρωτόγνωρο ιστορικά πείραμα δημοκρατικής και ειρηνικής ενοποίησης κρατών, με λαούς που «κουβαλούν» διαφορετικά πολιτισμικά φορτία και που αρκετές φορές στο παρελθόν υπήρξαν εχθρικά μεταξύ τους, μπορεί να ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Η Ελλάδα, υπό αυτές τις συνθήκες, οφείλει να ενισχύσει το μέτωπο του δημοκρατικού και προοδευτικού ευρωπαϊκού τόξου που διασφαλίζει την προοπτική της ενοποίησης. Διότι μόνο εκεί μπορεί να διατηρεί την διαδραστική επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, να αναζητά και να προάγει την καινοτομία στην έρευνα και στην οικονομία, να ενισχύει συνεχώς την λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και να υφίσταται ως εθνική οντότητα σε συνθήκες ασφάλειας.
* Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό