Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών λοιπόν, που δείχνουν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να υποχωρεί σε εθνικό επίπεδο και να χάνει επτά από τις δώδεκα μεγάλες πόλεις (μη περιλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης), αποτελούν προσωπική του αποδοκιμασία.
Το ερώτημα είναι τώρα πώς θα αντιδράσει ο Ερντογάν. Ο άνθρωπος που κυριαρχεί στην τουρκική πολιτική από το 2003 είναι ασυνήθιστος στις ήττες. Δεν ανέχεται την κριτική σε οποιαδήποτε μορφή. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, όμως, η στροφή της χώρας εναντίον του ισοδυναμεί με μια πρωτοφανή ήττα.
Η ευθύνη είναι βασικά δική του. Εκείνος διηύθυνε προσωπικά την εκστρατεία του κόμματός του. Καταπατώντας κάθε έννοια αντικειμενικότητας, εκμεταλλεύτηκε το αξίωμά του και έλαβε μέρος σε καθημερινές συγκεντρώσεις επί δύο μήνες. Η νίκη του AKP, είπε, ήταν «θέμα εθνικής επιβίωσης» και οι αντίπαλοί του «σύμμαχοι των τρομοκρατών». Δεν δίστασε μάλιστα να δείξει στις συγκεντρώσεις βίντεο από την επίθεση στο τζαμί του Κράισττσερτς, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε μέρος μιας οργανωμένης επίθεσης της Δύσης εναντίον των Μουσουλμάνων εν γένει, και των Τούρκων ειδικότερα.
Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι το μεγαλύτερο πολιτικό σοκ για τη χώρα μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Η αντίδραση του Ερντογάν τότε ήταν να διατάξει μαζικές συλλήψεις και να επιρρίψει την ευθύνη στους ξένους. Ανάλογη μπορεί να είναι η αντίδρασή του και τώρα, αν και όχι στην ίδια κλίμακα. Το AKP θα αμφισβητήσει τη νίκη των αντιπάλων του στα δικαστήρια, ελπίζοντας να τους υπονομεύσει πριν αναλάβουν την εξουσία.
Ο Ερντογάν θα φροντίσει κυρίως να συντρίψει τους γιορτασμούς στις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου το φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) αποκόμισε κέρδη. Ο Τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει ότι το HDP συνεργάζεται με το PKK και ήδη έχουν αναφερθεί συλλήψεις ακτιβιστών με την κατηγορία της τρομοκρατίας.
Η τύχη του πιο χαρισματικού ηγέτη του κόμματος, του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, είναι διδακτική. Στις εθνικές εκλογές του 2014 έκανε μια αξιοσημείωτη εμφάνιση, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να βρεθεί στη φυλακή με την κατηγορία της διάδοσης τρομοκρατικής προπαγάνδας. Όλες οι εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την απελευθέρωσή του έχουν αγνοηθεί.
Έχοντας κερδίσει πέρυσι διευρυμένες εξουσίες σε ένα δημοψήφισμα που αμφισβητήθηκε έντονα, ο Ερντογάν θα εντείνει τώρα ακόμη περισσότερο τον έλεγχο. Και αυτό κάνει τις επιδόσεις του Ρεπουμπλικανικού Δημοκρατικού Κόμματος ακόμα πιο σημαντικές. Ο βετεράνος ηγέτης του κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου χλευάστηκε, δέχθηκε απειλές, αλλά τώρα πήρε την εκδίκησή του. Οι επιτυχίες του CHP θα τονώσουν τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και θα δώσουν νέες ελπίδες για το μέλλον μιας δημοκρατίας που πέρυσι πολλοί θεωρούσαν τελειωμένη.
Είναι αυτό η αρχή του τέλους για τον Ερντογάν; Είναι νωρίς για να το πει κανείς. Δεν θα υπάρξουν άλλες εκλογές πριν από το 2023. Η κύρια εκλογική του βάση παραμένει ισχυρή σε ένα 44%. Υπάρχει όμως ένας απροσδιόριστος παράγων: η κατάσταση της οικονομίας, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε αυτές τις εκλογές.
Οι προσπάθειες του Ερντογάν να εμποδίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων, να αυξήσει τις δαπάνες και να αγνοήσει την αύξηση του χρέους συνέβαλαν στο να βυθιστεί η Τουρκία σε ύφεση. Η εκτόξευση των τιμών και η ένδεια των βασικών αγαθών αποτελούν κακό οιωνό για οποιονδήποτε πολιτικό, ακόμη κι έναν σουλτάνο.
Ίσως η τιμή των κρεμμυδιών να αποτελέσει την καταδίκη του Ερντογάν.
* Από τον Σάιμον Τίσνταλ
(*) Ο Σάιμον Τίσνταλ είναι αρθρογράφος της «Guardian»
(Πηγή: The Guardian)