Πρώτα-πρώτα, αναδείχθηκε μέσα απ’ τα ερείπια, τις στάχτες και το αίμα δύο καταστρεπτικών πολέμων, οι οποίοι άφησαν πίσω τους και έναν εθνικό διχασμό, που στοίχισε ακριβά στη χώρα και δε λέει, ακόμη, να τον ξεπεράσει. Στερημένος και βαθιά διχασμένος, λοιπόν, ο λαός μας και μαζί του η γενιά μου, βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να σταθεί όρθια και να προχωρήσει.
Αυτό δεν ήταν εύκολο, βέβαια. Χρειάστηκε, προηγουμένως, να πεινάσει, να κρυώσει, να ταλαιπωρηθεί, κάποια χρόνια, εξασφαλίζοντας τον άρτο της με χειρωνακτικές, ως επί το πλείστον, εργασίες, μια που στα χωριά, που συνέχιζε ακόμη να ζει η συντριπτική της πλειοψηφία, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, αυτοκίνητα και μηχανοκίνητα εργαλεία άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια και στη δούλεψή της στα μέσα και μετά της δεκαετίας του ’60. Μέχρι τότε και με τα σημερινά κριτήρια, δεν το συζητάω• ήταν στερημένη και αξιολύπητη χωρίς, ωστόσο, να το αντιλαμβάνεται, γιατί δεν ήξερε από καλύτερα.
Με τον καιρό, πολλοί συνηλικιώτες μου άρχισαν σιγά-σιγά να κατευθύνονται προς τα αστικά κέντρα, προκειμένου να αναζητήσουν, εκεί, την τύχη τους και να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ένα μέλλον καλύτερο. Και επειδή, αμέσως μετά τη λήξη των πολέμων, είχε, ήδη, αρχίσει η ανοικοδόμηση της χώρας και μια πληθώρα νέων επαγγελμάτων έκαναν την εμφάνισή τους, ένα σημαντικό ποσοστό συνομηλίκων μου στράφηκε προς τα τεχνικά επαγγέλματα, αλλά και προς τα γράμματα, γεγονός που επέτρεψε ν’ ανοίξουν οι πνευματικοί μας ορίζοντες και να πολλαπλασιασθούν τα εφόδιά μας για τη ζωή.
Παράλληλα, γενικεύθηκε, σιγά-σιγά, η χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου θέρμανσης, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Δειλά-δειλά, έκαναν, επίσης, την εμφάνισή τους τα ραδιόφωνα και τα πικάπ, τα σταθερά τηλέφωνα και οι τηλεοράσεις, καθώς και τα ποδήλατα, μέχρι που έγινε προσιτό το αυτοκίνητο και όλα τα άλλα σύγχρονα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, τα οποία άλλαξαν ριζικά και βελτίωσαν ουσιαστικά την καθημερινότητά μας.
Και κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Η γενιά μου εισήλθε, σχεδόν εύκολα, στην αγορά εργασίας, αφού οι συνθήκες ήταν τέτοιες, ώστε, εφόσον το επεδίωκες και, πολύ περισσότερο, αν μάθαινες λίγα γράμματα παραπάνω, έβρισκες εύκολα εργασία και μάλιστα, στον τομέα της αρεσκείας σου, μια που η αγορά ήταν τότε παρθένα και αναπτυσσόμενη. Φαντασθείτε ότι ο Ο.Σ.Ε., ο Ο.Τ.Ε. και η Δ.Ε.Η., παρακαλούσαν τότε για εργάτες και δεν έβρισκαν, γιατί ήταν βαριά η δουλειά και χαμηλές οι αποδοχές και γιατί υπήρχαν άλλες εργασίες πιο προσοδοφόρες.
Αξίζει, επίσης, να σημειώσω, ότι ένας πτυχιούχος, καθηγητής π.χ. μπορούσε σχεδόν αμέσως να εξασφαλίσει μια μόνιμη θέση στην εκπαίδευση, μια που η προσφορά εργατικού δυναμικού ήταν τότε μεγαλύτερη απ’ τη ζήτηση και αρκούσε να γραφόταν κανείς στην επετηρίδα διορισμών περιμένοντας τη σειρά του. Δεν χρειαζόταν, λοιπόν, να πονοκεφαλιάζει, ούτε να αγχώνεται για δεύτερο πτυχίο, για μεταπτυχιακό και άλλους τίτλους σπουδών, χωρίς, μάλιστα να είναι σίγουρος ότι θα βρει εργασία στο αντικείμενο, που σπούδασε, όπως συμβαίνει, σήμερα, στον τόπο μας. Γι’ αυτό και δε φοβόταν η γενιά μου τον γάμο και τις υποχρεώσεις του, και τον συνήπτε πιο νωρίς, σε σχέση με σήμερα.
Δεν ήταν, βεβαίως, ο δρόμος για την επαγγελματική και οικογενειακή της αποκατάσταση στρωμένος με ροδοπέταλα. Υπήρχε, ωστόσο, ανοδική πορεία και προοπτική για το μέλλον, και όσα εμπόδια ορθώθηκαν μπροστά της, όπως, π.χ. η εφτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών και, γιατί όχι, οι μνημονιακές αντιξοότητες και οι συνέπειές τους, βρήκε τη δύναμη να τα αντιμετωπίσει, χωρίς να κιοτέψει. Άλλωστε, και τη Δημοκρατία κατάφερε να αποκαταστήσει και, παρά τις περικοπές κατά την περίοδο της κρίσης, να είναι χρήσιμη στα παιδιά της και στα εγγόνια της, στηρίζοντάς τα ποικιλότροπα.
Θα μπορούσε, ωστόσο, κανείς να της καταμαρτυρήσει, ότι ξέχασε, γρήγορα, την αφετηρία της, στελέχη της εξαργύρωσαν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές έναντι πινακίου φακής, απομακρύνθηκε, αρκετά, από τον Θεό και τις παραδοσιακές αξίες, έγινε υπερκαταναλωτική, σταμάτησε να αποταμιεύει και έμαθε, σιγά-σιγά, να ζει με δανεικά και με μπιστικούς, προετοιμάζοντας, έτσι, το έδαφος για την κρίση που βιώνουμε.
Εν τούτοις, η μέχρι σήμερα πορεία της γενιάς μου υπήρξε, αναμφισβήτητα, ανοδική και έχει θετικό πρόσημο. Γι’ αυτό και τη θεωρώ τυχερή.
Από τον Κώστα Γιαννούλα