Οι νιφάδες του χιονιού πέφτανε ασταμάτητα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο πέπλο που νόμιζες ότι έχει γλιστρήσει από το γιγαντιαίων διαστάσεων σώμα που το φορούσε. Όσες νιφάδες κάθονταν πάνω στο τζάμι, διατηρούσαν για λίγο την υπόστασή τους για λίγα δευτερόλεπτα και γίνονταν πάλι νερό. Ακούμπησε το χέρι του πάνω στο καλοριφέρ και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν παγωμένο. Σ’ αντίθεση με αυτόν που ίδρωνε από τη ζέστη. «Παράξενα πράγματα, εδώ έχουνε παγώσει τα πάντα και εγώ ζεσταίνομαι», ψιθύρισε σαν να μιλούσε σε κάποιον δίπλα του. Άλλο ένα πρωινό που ήταν κακοδιάθετος. Άρχισε να ντύνεται γρήγορα, δεν του άρεσε να αργεί στα ραντεβού του, στις δώδεκα έπρεπε να βρίσκεται στο ξενοδοχείο, αυτή η δουλειά έπρεπε να κλείσει σύντομα και κυρίως να πετύχει. Ήταν ήδη στον δρόμο και βάδιζε με γοργό βηματισμό.
Άνοιξε τα μάτια του, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε ήταν πως άκουγε ένα κουαρτέτο εγχόρδων του Μπετόβεν σε σι ύφεση μείζονα, του έρχονται ασύνδετες εικόνες στο νου, θυμάται το επείγον ραντεβού και πως σχεδόν έτρεχε να το προλάβει, από εκεί και μετά όμως δεν θυμόταν τίποτα. Σε λίγα λεπτά κάποιος γιατρός φορώντας μια λεπτή πράσινη ρόμπα και μια προστατευτική μάσκα στο πρόσωπο, κοιτώντας τον με βλέμμα σταθερό, του εξηγούσε πως λόγω ηλεκτρικής δυσλειτουργίας της καρδιάς και αδυναμία αυτής να διοχετευτεί αίμα στο υπόλοιπο σώμα, έχασε τις αισθήσεις του ξαφνικά. Με λίγα λόγια του έλεγε πως είχε πάθει ανακοπή για κάποια λεπτά, ευτυχώς όχι τόσα πολλά ώστε να προκληθούν μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Ήταν τυχερός, τον έσωσε ένα τυχαίο ασθενοφόρο και το πλήρωμά του που περνούσε ακριβώς εκείνη την ώρα και είδε το συμβάν. Τώρα ήταν συνδεμένος μ’ ένα μόνιτορ συνεχούς παρακολούθησης. Πιο δίπλα απ’ αυτόν, ήταν κάποιος άλλος συνδεμένος μ’ ένα σωρό συσκευές και ανέπνεε με μάσκα οξυγόνου, δεν είχε καταφέρει να συνέλθει…
Ο γιατρός έφυγε, μια νοσοκόμα ήρθε από πάνω του, φορούσε και αυτή προστατευτική μάσκα αλλά είχε όμορφα μάτια. Θυμήθηκε τη γιαγιά του που έλεγε πάντα πως οι άνθρωποι που έχουν ωραία μάτια είναι και όμορφοι. «Πέθανα λοιπόν και ξαναγύρισα» της ψιθύρισε, για να εισπράξει ένα καταφατικό νεύμα. Η μουσική σταμάτησε και οι ήχοι των διάφορων συσκευών και οργάνων που παρακολουθούσαν τους ζωτικούς δείκτες, ξεχύθηκαν στη μικρή αίθουσα. Ο πιο ενοχλητικός ήχος ήταν από την αντλία υποστήριξης αναπνοής που έβγαζε έναν απαίσιο ρουφηχτό ήχο καθώς ανεβοκατέβαινε. Αυτός ο ενοχλητικός ήχος όμως έδινε ζωή. Έστριψε για λίγο το κεφάλι του και κοίταξε προς το δικό του μόνιτορ, είδε τη δική του γραμμή ζωής που ήταν σταθερή. Γύρισε αλλού το κεφάλι του, ευτυχώς η μουσική των εγχόρδων ξανάρχισε. Ένιωσε μια αφόρητη επιθυμία να καπνίσει ένα τσιγάρο και ταυτόχρονα τον πλημύρισαν κάποιες ξεθωριασμένες από καιρό αναμνήσεις. Άρχισε να συλλογίζεται πολλά, στο τέλος θυμήθηκε τις τελευταίες μονότονες μέρες και τα συνεχή παράπονά του για τη ζωή του. Δεν μπορούσε να χαρεί αυτά που είχε, ήταν συνεχώς ανικανοποίητος και ας ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας. Πάντα ήθελε περισσότερα σε όλους τους τομείς, στις σχέσεις του, στην οικογένειά του, στη δουλειά του… Παραπονιόταν πολλές φορές, νόμιζε πως στη δική του τη ζωή δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, συνεχώς ανικανοποίητος για όλα. Πόσα πράγματα και καταστάσεις θα έπρεπε να τα έχει σκεφτεί νωρίτερα; Πόσο πιο απλά είναι τελικά όλα; Αναρωτιέται…
Χτυπά ο συναγερμός από κάποιο μηχάνημα, το δικό του μηχάνημα, το δικό του μόνιτορ. Η δική του γραμμή ζωής χορεύει τώρα τρελά.
— Ώ, Όχι… όχι ακόμη ψιθύρισε.
Από τον Ευστάθιο Δ. Γαϊτανίδη