Τον καλούσε συνέχεια, φώναζε, ήλπιζε, αλλά μάλλον η φωνή του δεν ήταν δυνατή..
Ή μήπως έχασε την πίστη του; Μήπως μόνο δοκιμαζόταν η αντοχή του; Τι απ’ όλα;
Ένα δείγμα ήθελε μόνο, ένα μικρό, ασήμαντο φως , για να καταλάβει ποιος ήταν ο λόγος που γίνονταν όλα αυτά .
Μέτρησε μέχρι τις 16 μέρες, αλλά μετά, μάλλον τον πήρε ο ύπνος και μπερδεύτηκε και χάθηκε και έφυγαν όλα. Εχασε τις γραμμές από το πάτωμα και δεν μπόρεσε να ξαναμαζέψει το μυαλό του, να σκεφτεί και να μετρήσει από κει που σταμάτησε …
Χάος στο κεφάλι του, σύγχυση στη σκέψη, αναστάτωση στην ψυχή…
Έφυγαν οι μέρες, παγωμένες, σκοτεινές. Είχε μετρήσει 16. Τώρα, πόσες άραγε τώρα, ήταν μέσα στο σιδερένιο δωμάτιο;
Από τότε που το καμιόνι τους μετέφερε σε εκείνο το περίεργο μέρος , που έμοιαζε σαν εργοστάσιο ,αλλά κανένας δεν έδειχνε να δουλεύει, έχασε τη συνέχεια του χρόνου , μετά από τη στιγμή που έφτιαξε ένα γρανάζι σε μια μηχανή που είχε χαλάσει – ήταν καλός μηχανικός.
Καμία επαφή από τότε με τον έξω κόσμο.
Τι έγινε αλήθεια; Τον ξέχασαν εκεί; Έφυγαν όλοι; Πού πήγαν εκείνες οι φωνές που άκουγε τις πρώτες μέρες; Ναι, εκείνες οι πρώτες φωνές, που ήταν στην αρχή χαμηλές ή και κανονικές, κάτι σαν συνομιλίες και μετά δυνατές και πιο δυνατές και πιο δυνατές και μετά ουρλιαχτά, διαπεραστικά , τρομακτικά σχεδόν, από πού αλήθεια έρχονταν αυτές οι φωνές;
Τι γινόταν έξω;
Αδιέξοδο, θα τρελαινόταν!
Έκλεισε τα μάτια και οδήγησε τη σκέψη του πάλι στη Ρασέλ και στα παιδιά. Ένιωσε τα απαλά χεράκια των δύο μικρών του να τον τυλίγουν ζεστά, να τον χαϊδεύουν γλυκά και την τρυφερή ματιά της αγαπημένης του να τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια, γεμάτη αγάπη και προσμονή.
Πέρασε ένα λεπτό ή ώρες πολλές. Δεν ήξερε. Ήθελε εκεί να μείνει , τυλιγμένος ανάμεσα στις τρυφερές σκιές των αγαπημένων του , όταν άκουσε ξαφνικά να τρίζουν τα σίδερα , να τραβούν βίαια τις αλυσίδες, να σέρνουν τις σιδερένιες πόρτες …
Επιτέλους , σκέφτηκε! Κάποιος ήρθε να με πάρει, κάποιος με θυμήθηκε! Επιτέλους…
Η πόρτα άνοιξε. Δύο Γερμανοί στρατιώτες, άγριοι και σκοτεινοί σαν τη θάλασσα που λυσσομανάει, όρμησαν στο δωμάτιο κι άρχισαν αλύπητα να τον χτυπάνε σε όλο το σώμα. Ένιωθε το αίμα του να τον πνίγει, να κυλάει από το στόμα, τα αυτιά, το λαιμό, το στομάχι. Χτυπήματα δυνατά , στην κοιλιά, στο κεφάλι , στα πόδια , στην καρδιά…
Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά μάταια. Τον έπιασαν από τα μπράτσα και τον έσυραν έξω στην αυλή .
Τον διέταξαν να βγάλει τα ρούχα του, δείχνοντας με τις κινήσεις , τι ακριβώς έπρεπε να κάνει , αλλά αυτός ήταν αδύνατο να κουνηθεί.
Ο ένας απ’ αυτούς άρπαξε ένα λοστό και άρχισε να τον χτυπάει και πάλι παντού .
Τον άφησαν αιμόφυρτο μέσα στην αυλή κι έφυγαν.
Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Έμεινε για ώρες εκεί. Όταν συνήλθε, ήταν ακόμα πεσμένος στο χώμα κι ακίνητος άρχισε να παρατηρεί γύρω του τί γινόταν . Ξαφνικά είδε στη σειρά να περπατάνε δεκάδες άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ολόγυμνοι, απελπισμένοι, να οδηγούνται με τη βία απέναντι, στο «εργοστάσιο» που διόρθωσε το γρανάζι εκείνης της περίεργης μηχανής.
ΟΧΙ , ΟΧΙ, ούρλιαξε η ψυχή του! Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!
Η μηχανή που έφτιαξε ήταν σίγουρος ότι δεν μετέφερε νερό , όπως βεβαίωναν οι Γερμανοί….
Συνάντησε κατάματα τη συντριβή. Ήξερε καλά τι ήταν και τι θα συνέβαινε και στον ίδιο σε λίγο. Η σκιά του θανάτου του , ήδη πλανιόταν παντού και αυτός μύριζε δίπλα του τα χνώτα του .
Όμως… όμως, σκέφτηκε, αυτό είναι το λιγότερο! Ο θάνατος τώρα είναι το λιγότερο!
Μια ανώτερη αγωνία τον κατέκλυσε. Οι σκέψεις τον στοίχειωσαν και κυριάρχησε μέσα του η οδυνηρή αναζήτηση του ανθρώπου που αποχαιρετούσε :
Πώς θα ζήσουν μετά από αυτό τα παιδιά μου; Πώς θα περπατήσουν μέσα στη ζωή; Πώς θα μπορέσουν να συμβιώσουν με τους ανθρώπους αυτούς που συνέλαβαν και εκτέλεσαν μια πρωτοφανή θηριωδία; Πώς να εμπιστευθούν ξανά τον Άνθρωπο, την καλή του φύση, τον Θεό ; Πώς να συνεχίσουν να ζουν κουβαλώντας αυτή την ιστορία της ανθρώπινης φυλής; Πώς ; Πώς να σβήσουν από την ψυχή τους αριθμούς και τις λέξεις της φρίκης; Πώς να σβήσουν την εικόνα αυτή από τα μάτια τους; Πώς να δικαιολογήσουν και να μην μισήσουν; Πώς να συνεχίσουν με σπαραγμένα τα σωθικά τους και διαμελισμένη την ψυχή τους από τον ανθρώπινο πόνο, από τα αναπάντητα γιατί;
Πώς θα ζήσουν τα παιδιά μου σ’ αυτόν τον κόσμο;
Πώς θα ζήσουν οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο;
Έκλεισε τα μάτια και έγειρε το κεφάλι του στο χώμα. Χωρίς να το γνωρίζει, είχε κάνει το χρέος του.
Οι απαντήσεις των ανθρώπων στα δικά του «πώς», έκαναν τη μνήμη του αιώνια…
(Στη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, 2019)
Από την Ευαγγελία Λιακούλη
*Η Ευαγγελία Λιακούλη είναι δικηγόρος-πρόεδρος ΚΠ ΟΚΑΝΑ, υπ. βουλευτής ΚΙΝΑΛ