Εκείνο, όμως, που θα πρέπει ως Έλληνες να μας απασχολήσει είναι το γεγονός ότι ορισμένοι Βρετανικοί (;) κύκλοι εξακολουθούν να μας εμπαίζουν και να μας υποτιμούν, καθώς βγαίνουν εντελώς ξεδιάντροπα να μας πουν, ύστερα από 215 χρόνια, ότι τα μάρμαρα αυτά τα «δώρισε» ο Σουλτάνος στον Έλγιν, στον αλήστου μνήμης Βρετανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1799 – 1802.
Ο Έλγιν, στο διάστημα της παραμονής του στην Πόλη, το έκαμε σκοπό του ν’ αφαιρέσει τα γλυπτά, καθώς και άλλα αμύθητα μνημεία απ’ την Ακρόπολη και να τα μεταφέρει στην Αγγλία! Το ότι επί τόσους αιώνες οι Τούρκοι είχαν σεβαστεί τα μνημεία αυτά το γνώριζε άριστα. Το ότι δεν επρόκειτο ποτέ η Σουλτανική αρχή να επιτρέψει σε κανέναν να αφαιρέσει έστω και το παραμικρό απ’ τον ιερό βράχο, το είχε ήδη εμπεδώσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Υψηλή Πύλη!
Με τη φλεγματικότητά του όμως, σε συνδυασμό με τις αρπακτικές του διαθέσεις, πέτυχε τον σκοπό του. Μετά από αρκετές επισκέψεις στην Αθήνα, μέσα από μηχανορραφίες και διπλωματικές δολιότητες, κατάφερε να κρατήσει στα χέρια του πλαστογραφημένο φιρμάνι του Σουλτάνου!
Σύμφωνα μ’ αυτό επιτρεπόταν στους ανθρώπους του να εισέρχονται ανενόχλητοι στην Ακρόπολη, να κάνουν ανασκαφές και καταμετρήσεις και να μπορούν να παίρνουν από εκεί συντρίμματα και ανεπίγραφες πλάκες.
Ως εύστροφος διπλωμάτης είχε αντιληφθεί εγκαίρως ότι τα γρανάζια του μηχανισμού των Ελληνικών υπηρεσιών θέλουν γερό λάδωμα για να μπουν σε ενέργεια! Δαπάνησε τεράστια ποσά πείθοντας τις τοπικές αρχές ότι θα κατεβάσει κάποια γλυπτά για να φτιάξει καλούπια και θα τα τοποθετήσει πάλι στη θέση τους. Έστησε στην Ακρόπολη ικριώματα και, απασχολώντας καθημερινά εκατοντάδες εργάτες, αφαίρεσε τα περισσότερα απ’ τα σωζόμενα αγάλματα των αετωμάτων του Παρθενώνα, τις καλύτερα διατηρημένες μετόπες, μία απ’ τις Καρυάτιδες, κομμάτια του Ερεχθείου, πλάκες απ’ τον ναό της Απτέρου Νίκης, το άγαλμα του Διονυσίου, καθώς και πολλά άλλα έργα τέχνης. Κατά έναν κατάλογο, απ’ την Ακρόπολη και τα Προπύλαια αρπάχτηκαν 253 κομμάτια, εκτός βεβαίως απ’ τα αμέτρητα άλλα μικροαντικείμενα και αγγεία.
Αυτά τα ανεκτίμητης αξίας μνημεία, μαζί με άλλα, που συγκεντρώθηκαν από τη γύρω περιοχή και από άλλα σημεία του Ελληνικού χώρου, μαζί με πλήθος ενεπίγραφων πλακών, φορτώνονταν σε Αγγλικά πλοία και στέλνονταν στην Αγγλία πριν ακόμη φύγει ο εν λόγω αρχαιοκάπηλος. Μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 1802 έστειλε αρκετές αρχαιότητες σε κιβώτια με το ιδιόκτητο πλοίο του «Μέντωρ», το οποίο ναυάγησε κοντά στα Κύθηρα. Ωστόσο, με υπεράνθρωπες προσπάθειες, τα μνημεία αυτά διασώθηκαν, αφού κατάφεραν οι άνθρωποί του να τα ανελκύσουν μέχρι το 1805.
Ο ίδιος έφυγε για την Αγγλία το 1803, αφού ανακλήθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση. Στην Ιταλία, όμως, συνελήφθη ως φυγόδικος και έμεινε φυλακισμένος επί 2 χρόνια, ενώ οι αρχαιότητες φορτωμένες σε καράβια «σάπιζαν» στα λιμάνια του Λίβερπουλ και του Πειραιά. Αυτές που βρίσκονταν στον Πειραιά έφυγαν τελικά το 1812. Η όλη συλλογή, που στοίχισε στον Έλγιν γύρω στις 75.000 λίρες, αγοράστηκε ύστερα από αρκετές περιπέτειες από την Αγγλική κυβέρνηση αντί 35.000 λιρών και κατατέθηκε στο Βρετανικό μουσείο.
Εδώ προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα:
Με ποιο σκοπό ένας διπλωμάτης αναλαμβάνει την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος και πόθεν έσχεν το αμύθητο ποσό που ξόδεψε;
Πώς τα Αγγλικά πλοία φορτωμένα περνούσαν το στενό της Μάγχης ανενόχλητα σε μια περίοδο που μαίνονταν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι;
Οι τοπικές αρχές, Ελληνικές και Τούρκικες, δεν αντιλήφθηκαν το παραμικρό, όταν τα συνεργεία του εν λόγω αρχαιοκάπηλου γύμνωναν την Ακρόπολη και νυχθημερόν μετέφεραν τα μνημεία επί τόσα χιλιόμετρα και τα φόρτωναν σε καράβια;
Μπορούν να απαντήσουν οι Άγγλοι με ποια παραστατικά αγόρασαν τα μνημεία αυτά απ’ τον Έλγιν, ή ακόμα να τεκμηριώσουν το ότι ο Σουλτάνος τους τα δώρισε;
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πλείστα όσα. Κλείνουμε, όμως, με δύο επιπλέον ερωτήματά μας:
Γιατί απ’ την επανάσταση του 1821 μέχρι και την εθνική μας αντίσταση του 1940 – ‘44 προσφεύγαμε ως έθνος στη βοήθεια των Άγγλων; Δεν τους είχαμε μάθει;
Πώς το δεχτήκαμε, ως Έλληνες, τα κλοπιμαία να τα ονομάζουμε «Ελγίνεια», κι έτσι να τα αναφέρουμε στα σχολικά βιβλία; Δυστυχώς, το «αιδώς, αχρείοι» έχει προεκτάσεις διαχρονικές, αλλά και διατοπικές….
Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας
«Δ. Αγραφιώτη» του Δ. Αγιάς,
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος