Μια τυπική και άκομψη διαπίστωση που επαναλαμβάνεται ωσάν η μέρα της μαρμότας κάθε χρόνο με πολλά-πολλά μελομακάρονα, κουραμπιέδες. Ένας χρόνος κυκλικός που τον περιμένουμε για να ξεχάσουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας και μας θλίβουν.
Και ενώ οι γιορτές επαίρονται για τη δική τους παντιέρα, τη φρέσκια γαλοπούλα, η κυβέρνηση επαίρεται για τη δική της, το κοινωνικό μέρισμα ενώ – καθότι το αφήγημα για την επιτυχή έξοδο από τα μνημόνια κατέρρευσε σχεδόν άμα τη γενέσει του – η τελευταία παντιέρα του πρωθυπουργού είχε και το χρώμα της… Μακεδονίας με την πρόσφατη επίσκεψή του στη συμπρωτεύουσα για να πείσει τους βόρειους πως τελικά δεν είναι τόσο κακό να είναι… νότιοι και ας αφήσουμε σε άλλους το προσωνύμιο βόρειοι. Η ομιλία του στο Παλαί ντε Σπορ είχε πολλά συμπαρομαρτούντα με το ΑΠΘ να κλείνει τις πόρτες του και η Όλγα Γεροβασίλη να αναρωτιέται γιατί, όταν πρόσφατα το πανεπιστήμιο επλήγη από τους βανδαλισμούς στη μνήμη του Αλέξη Γρηγορόπουλου ενώ λυμαινόταν μέχρι πρόσφατα από ένα οργανωμένο κύκλωμα εμπόρων ναρκωτικών. Παντιέρες εκατέρωθεν απροσδιορίστου χρώματος, όλες όμως διανθισμένες με μια δόση αποσπασματικού λόγου χωρίς αντίκρισμα. Κοινώς, ας γελάμε και ας πεινάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
Στην αντίπερα όχθη, στα βάθη της Ευρώπης ένα κίνημα με παντιέρα τα κίτρινα γιλέκα, με ξεκάθαρη ταυτότητα και με αιτήματα που αγγίζουν τον μέσο Γάλλο που συνεχίζει να δεινοπαθεί από την οικονομική πολιτική του Μακρόν, ο οποίος ευκαιρίας δοθείσης και με τη Μέρκελ να παραχωρεί την καρέκλα της στην ηγεσία της Ευρώπης επιθυμεί να συνεχίσει να την ζεσταίνει κουνώντας τη δική του παντιέρα, την κλιματική αλλαγή που ενσκήπτει με δύναμη χιονοστιβάδας (πού τέτοια τύχη με το χιόνι να μειώνεται παγκόσμια!). Ακόμη και το πάγωμα του νόμου περί κλιματικής αλλαγής – το μήλον της έριδος – και η εξαγγελία για κοινωνικές παροχές δεν ήταν αρκετές για να κατευνάσουν το κύμα οργής και αγανάκτησης των Γάλλων που βλέπουν το επίπεδο ζωής τους να υποβαθμίζεται καθημερινά και ακούν από το στόμα του Προέδρου τους πως το περιβάλλον συνεχώς υποβαθμίζεται.
Κανένα από τα δύο δεν αναιρεί το άλλο, ούτε τα αιτήματα των Γάλλων αντίκεινται στο ενδιαφέρον τους για το περιβάλλον ούτε και τα μελομακάρονα των εορτών περιστέλλουν το ενδιαφέρον των πολιτών εγχώρια για τα σοβαρά κοινωνικά θέματα, ακόμη και αν και στις δύο χώρες ως άλλοι γαλαντόμοι Αγιο-Βασίληδες οι δύο αρχηγοί προέβησαν σε παροχές για να γίνουν οι γιορτές και μετά βλέπουμε. Το πρόβλημα συχνά γεννιέται από αυτή την περιβόητη φράση «μετά τις γιορτές βλέπουμε» που κρύβει από τη μια την αγανάκτηση και από την άλλη την κούραση και την απογοήτευση, ίσως και την ελπίδα πως κάτι μαγικό θα φέρουν οι γιορτές και θα ξυπνήσουμε από τον εφιάλτη.
Ένα χάσμα φαίνεται να χωρίζει πια την εξουσία από την κοινωνία που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τον διασκορπισμό της κοινής εμπειρίας τόσο της πολιτικής όσο και της κοινωνικής. Τα κοινωνικά κινήματα έχουν πια χάσει την εμπιστοσύνη όχι μόνο απέναντι σε αυτή την ίδια την εξουσία αλλά και απέναντι σε κοινωνικούς εταίρους που παραδοσιακά ήταν στο πλευρό της μάζας, απέναντι στα συνδικαλιστικά όργανα, απέναντι σε σωματεία. Και το πρόβλημα της αποδόμησης των κοινωνικών εργατικών ομάδων δεν είναι «έργο» και «επιτυχία» της εξουσίας που κατάφερε να διχάσει τον λαό, γιατί τελικά φαίνεται πως θέματα «καυτά» ή αλλιώς «κόκκινες γραμμές» για κάθε λαό έχουν τη δυνατότητα να ενώσουν εν ριπή οφθαλμού την κοινωνία, στη μεν Γαλλία οι κοινωνικές παροχές και στην Ελλάδα τα εθνικά θέματα. Για κάθε λαό υπάρχει μια παντιέρα και τα πρόσφατα κινήματα και στις δύο χώρες το απέδειξαν.
Αυτό σημαίνει πως οι Γάλλοι δεν νοιάζονται για τα εθνικά θέματα και οι Έλληνες δεν νοιάζονται για κοινωνικά; Όχι βέβαια. Ωστόσο, η παντιέρα είναι το ενοποιητικό στοιχείο που κρύβει υπό τη σκέπη του πολλά πάθη, είναι το λάβαρο που κινητοποιεί τον καθένα και τον κάνει μέρος ενός συνόλου, είναι η εκείνη η ρωγμή του χρόνου, που έλεγε και ο Παπάζογλου, στην οποία συγκλίνουν όλα για να βρουν τη θεραπεία τους. Τέτοια κινήματα έχουν πια τον χαρακτήρα λαϊκής οργής που μιλούν για το σήμερα όταν η πολιτική μιλά για ένα αύριο συχνά αβέβαιο για την κοινωνία.
Από τον Δημήτρη Νεοφώτιστου