Από τους πρώτους που αντέδρασαν στην προοπτική της δημιουργίας της Νομικής Σχολής Πατρών ήταν οι δικηγορικοί σύλλογοι και οι σύλλογοι φοιτητών Νομικής των ήδη υπαρχουσών Σχολών, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι παρατηρείται ήδη ένας κορεσμός στο επάγγελμα του δικηγόρου και πως η κατάσταση θα χειροτερεύσει αν αυξηθούν οι εισακτέοι.
Ως απάντηση στο παραπάνω επιχείρημα - φόβο των συγκεκριμένων συλλόγων, ο υπουργός υποστήριξε ότι ο συνολικός αριθμός των εισακτέων δεν θα αυξηθεί, αλλά αντίθετα θα παραμείνει ο ίδιος, με τη διαφορά ότι θα επιμεριστεί σε τέσσερις και όχι σε τρεις σχολές.
Βέβαια ο ισχυρισμός του υπουργού μόνο με δυσπιστία θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί, καθώς είναι γνωστό τοις πάσι πως κάθε χρόνο οι σχολές ζητούν μείωση των εισακτέων, διότι δεν μπορούν να αντέξουν ένα τόσο μεγάλο αριθμό, αλλά διαχρονικά οι κυβερνήσεις για να μην δυσανασχετήσουν τους ψηφοφόρους τους, όχι μόνο δεν προβαίνουν σε μείωση, αλλά αντιθέτως μάλιστα προχωρούν και σε αύξηση του αριθμού αυτού. Γίνεται, λοιπόν, να πιστέψει κάποιος σώφρων άνθρωπος πως η κυβέρνηση που «θα έσκιζε τα μνημόνια μέρα μεσημέρι» και τελικά υπέγραψε καινούρια με επαχθέστερα μέτρα, θα τηρήσει τις υποσχέσεις της και δε θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα εκλογικά οφέλη αυξάνοντας τον αριθμό των εισακτέων;
Ωστόσο ας υποτεθεί πως πράγματι ο αριθμός των εισακτέων δε θα αυξηθεί και ότι η κυβέρνηση θα κρατήσει τις υποσχέσεις της, είναι πράγματι αναγκαία η ίδρυση μίας τέταρτης Νομικής Σχολής;
Η απάντηση είναι αρνητική. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο και αναλύοντάς τους εύκολα καταλαβαίνει ο καθένας πως η κυβέρνηση απλά προσπαθεί να παίξει ένα παιχνίδι εντυπώσεων στην πλάτη του ελληνικού λαού.
Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με το κόστος της δημιουργίας, αλλά και το κόστος λειτουργίας μίας νέας Νομικής Σχολής. Στο μεν κόστος δημιουργίας είναι ανάγκη να συνυπολογιστούν οι δαπάνες για την κατασκευή των κτιρίων, την αγορά του απαραίτητου εξοπλισμού αλλά και συγγραμμάτων για τη δημιουργία της βιβλιοθήκης του νέου τμήματος. Στο δε κόστος λειτουργίας πρέπει να συμπεριληφθούν οι μισθοδοσίες των διδασκόντων, του διοικητικού προσωπικού, των εργαζομένων στη Γραμματεία κλπ.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα. Είναι λοιπόν απορίας άξιο πώς μία χώρα, όπως η Ελλάδα, που δοκιμάζεται από μία μεγάλη οικονομική κρίση θα μπορέσει να εξασφαλίσει τέτοια κεφάλαια. Σε μία χώρα όπου υπάρχει υποχρηματοδότηση των ήδη λειτουργούντων τμημάτων.
Αλλά ακόμη κι αν υπήρχαν τα κεφάλαια που θα κάλυπταν τις δαπάνες πιο λογικό δεν θα ήταν τα χρήματα αυτά να δοθούν στις ήδη υπάρχουσες σχολές, ώστε αυτές να αναβαθμιστούν και να λειτουργούν καλύτερα;
Επομένως εν όψει εκλογών η κυβέρνηση συνεχίζει την ψεύτικη «αναπτυξιακή φιέστα», η οποία έχει ξεκινήσει από τη μετονομασία όλων των ΤΕΙ σε ΑΕΙ, ιδρύοντας την τέταρτη Νομική Σχολή.
Στο θέμα όμως της Παιδείας πολιτικές «κόκκινης κορδέλας» δεν χωρούν. Δεν πρέπει να προβεί η κυβέρνηση στην ίδρυση μιας Νομικής Σχολής, μόνο και μόνο για να κάνει εφέ ή για να φροντίσει με αυτό τον τρόπο να διορίσει «δικά της παιδιά», αδιαφορώντας για το αν η χώρα μπορεί να καλύψει τις δαπάνες για τη λειτουργία της.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την υποβάθμιση της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ. Είναι γεγονός πως κάθε χρόνο ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών ζητά μετεγγραφή στα τμήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα ο τελικός αριθμός των φοιτητών που συνεχίζουν να σπουδάζουν στην Κομοτηνή να είναι αρκετά μικρότερος σε σχέση με τον αριθμό εισαχθέντων. Αν υπάρξουν μετεγγραφές και για μία ακόμα πόλη όπως η Πάτρα, η απόκλιση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αριθμούς θα μεγαλώσει σημαντικά. Είναι, λοιπόν, πιθανό, ελάχιστοι τελικά να είναι οι φοιτητές που θα ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στο συγκεκριμένο ακριτικό τμήμα, το οποίο έχει τις πιο σύγχρονες υποδομές.
Εν κατακλείδι, είναι αδήριτη ανάγκη η κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι το θέμα της Παιδείας δεν μπορεί να το αντιμετωπίζει με μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Οι σχολές πρέπει να δημιουργούνται με στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης Παιδείας και όχι την εξυπηρέτηση των ψηφοθηρικών επιδιώξεων της εκάστοτε κυβέρνησης.
* Από τον Γρηγόριο Γιαννούλη, αντιπρόεδρο του Συλλόγου Φοιτητών Νομικής ΑΠΘ