Αν και ο αρχικός σχεδιασμός του στρατοπέδου δεν προοιωνιζόταν τη μελλοντική του χρήση, ωστόσο αποτέλεσε σημείο αναφοράς της ναζιστικής θηριωδίας, καθώς κατά την περίοδο της λειτουργίας του δολοφονήθηκαν περίπου ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες άνθρωποι, εβραϊκής κυρίως καταγωγής, ανάμεσα στους οποίους διακόσιες χιλιάδες παιδιά.
Σε συνάρτηση με το μέγεθος του εγκλήματος κατά της ανθρώπινης ζωής που συντελέστηκε στους χώρους του στρατοπέδου, έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι πολλοί από τους γερμανούς, στρατιώτες ή επιτελείς, που συμμετείχαν στις φρικαλεότητες του Άουσβιτς, μετά το τέλος του πολέμου, έδειχναν σχεδόν αμετανόητοι για τις πράξεις τους και δεν έσπευδαν να τις αποδώσουν σε εκτέλεση «άνωθεν» εντολών ή επίδραση της γκεμπελικής προπαγάνδας, προκειμένου να αποσείσουν τις ευθύνες από πάνω τους.
Η διαπίστωση αυτή οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η ρητορική του μίσους καθώς και τάσεις αντισημιτισμού ήταν ριζωμένες σε σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας ήδη από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ενώ με την αναρρίχηση του Χίτλερ και των ναζιστών του στην εξουσία βρήκαν διέξοδο για να εκφραστούν.
Μια ματιά στις σύγχρονες δημοκρατίες αρκεί για να μας πείσει mutatis mutandis για τους κινδύνους που οι ίδιες αντιμετωπίζουν. Στην Ευρώπη είναι φανερό ότι επανέρχεται λάβρος ο εθνικισμός με την ενίσχυση της Ακροδεξιάς και την άνοδό της σε κάποιες χώρες στην εξουσία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να φυλλορροεί υπό την πίεση του Προσφυγικού και τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της.
Τις τάσεις αυτές ενισχύουν οι πολιτικές περιχαράκωσης και εσωστρέφειας που έχουν υιοθετήσει οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίες απομακρύνουν την άλλοτε κραταιά δύναμη από τα διεθνή προβλήματα. Η στάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να μην ενδιαφέρονται όσο θα έπρεπε για τη στερέωση και ενδυνάμωση των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών που έχουν ως πρότυπο τη δική τους δημοκρατία, κάποιες από τις οποίες βιώνουν ή απειλούνται από το φάσμα του ολοκληρωτισμού.
Η εικόνα, εξάλλου, που παρουσιάζει η ίδια η αμερικανική κοινωνία μετά τις δολοφονικές επιθέσεις των τελευταίων ημερών δείχνει ότι οι φυλετικές διακρίσεις, ο αντισημιτισμός και η ρητορική του μίσους έχουν διαβρώσει τμήμα της. Παράλληλα, ο τρόπος διακυβέρνησης που επέλεξε να εφαρμόσει ο Τραμπ δεν φαίνεται να παρέχει επαρκή εχέγγυα για την ανάσχεση του φαινομένου.
Η φρικτή εμπειρία του Άουσβιτς και γενικότερα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν επιτρέπει στις σύγχρονες κοινωνίες εφησυχασμό, καθώς η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση δεν είναι εύκολο να διερευνηθεί και κανείς δε γνωρίζει πως μπορεί να ενεργήσει και ο πιο ενάρετος άνθρωπος σε απάνθρωπες συνθήκες.
Δύσκολο, λοιπόν, είναι να διαφωνήσουμε με τη μαρτυρία κάποιας Εβραιοπούλας που μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς σε ηλικία μόλις οκτώ χρονών αλλά κατάφερε να επιβιώσει και να επιζήσει, ότι «ο βαθμός της ανθρώπινης αχρειότητας είναι αμέτρητος». Ας ελπίσουμε, για το καλό ολόκληρης της ανθρωπότητας, η ετυμηγορία αυτή να μην επαληθευτεί στο μέλλον.(Το κείμενο βασίστηκε σε πληροφορίες που αντλήθηκαν από τη μελέτη του L. Rees, Άουσβιτς. Οι Ναζί και η «τελική λύση», μτφρ. Κ. Κρίτση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2006).
Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.