Να αγιάσει το στόμα σου αγαπητέ μου (λίμπε) Χορστ, αρχηγέ της βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης! Πού σε είχαμε εσένα παλικάρι μου κρυμμένο κει πάνω στης αφιλόξενης Βαυαριάς τα μέρη;
Καλά, ε; Έτσι και ήξερες πόσος κόσμος εδώ στο Γκρίχελαντ ασπάζεται ακριβώς την ίδια άποψη με σένα, μέχρι που θα παρατούσες το Ντόιτσλαντ και θα ‘ρχόσουνα εδώ να (μας) κυβερνάς και να την περνάς μεραγκλαντάν. Με τη ρετσινούλα και τα ουζάκια σου, τα καλαμαροχτάποδά σου τα ξεγυρισμένα και τις μελιτζανοσαλάτες σου, δίπλα στις ηλιόλουστες ακρογιαλιές κι όχι να σε τρώει η υγρασία, τα σκοτεινά δάση της Βαυαρίας. Κι από πάνω, να σε «περιποιούνται» καταλλήλως οι Γερμαναρούδες με τις αξύριστες γάμπες και το… βαρύ χέρι όταν γίνεσαι ντίρλα από τα βαρέλια μπίρας που κατεβάζεις και γυρίζεις σπίτι, κατακόκκινος, σαν το παντζάρι. Γι’ αυτό σου λέω: Γκρίχελαντουμπεράλες. Χάιλ!
Εγώ αγαπητέ μου Χορστ, τους τα έχω πει επανειλημμένως. Για όλα φταίνε οι κατσαπλιάδες του Μακρυγιάννη που τάχα μού θέλανε Δημοκρατία και Σύνταγμα. Τα κέρατά τους τα τράγια θέλανε… Την κουτάλα καλοβλέπανε, να την αρπάξουν και να πέσουν κατευθείαν στη μαρμίτα. Δηλαδή, πώς; Εμείς κάναμε την Επανάσταση, οι αντιβασιλιάδες και το παιδαρέλι ο Όθωνας θα κάνουν το κουμάντο; Γίνεται; Όχι βέβαια!
Αχ, ρε συ Χορστ! Εδώ είναι ρωμαίικο κι αυτό είναι το πρόβλημά μας. Αν εσείς παράγετε «Μερσεντές» εμείς – από τότε ακόμη που φύγατε και μας αφήσατε μόνους κι ορφανούς - παράγουμε ήρωες αβέρτα κουβέρτα. Μιλάμε για κανονική «γραμμή παραγωγής» ηρώων. Και ο ήρωας βαυαρέ μου, έχει τις ανάγκες του, πώς να το κάνουμε; Και τη συνταξούλα του -ως αντιστασιακός και αγωνιστής- τη θέλει, και τα ελευθέρας του στις δημόσιες συγκοινωνίες, και τα παιδιά και τα εγγόνια του να διορίσει στο δημόσιο. Πώς; Άιντε, δίνουμε ένα ψευτοπαράσημο μπακιρένιο, «η Πατρίς ευγνωμονούσα» και... όξω απ’ την πόρτα; Ρε άσε τώρα τις ευγνωμοσύνες και κατέβαινε τα φράγκα σού λέωωωω… Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο τίποτε δεν είναι τζάμπα, ούτε καν τα ραδίκια.
Που λες βαυαρέ μου, καλά εσύ την έκανες νωρίς. Εμείς που μείναμε πίσω να δεις τι τραβήξαμε. Εσύ πήγες να φτιάξεις την Αθήνα ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, με τα ανάκτορά της, τα περίλαμπρα κτίρια, με τα πάρκα της και τους φαρδείς δρόμους, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Αμαλίας, και μετά ήρθαν οι κατσαπλιάδες να φτιάξουνε τα... Πατήσια, το Περιστέρι και τις Κουκουβάουνες, χτίσε, χτίσε χτίσε, γίνανε οι δρόμοι πιο στενοί κι απ’ τα στενά του Σακαφλιά.
Όχι, σ’ ερωτώ. Τι εισπράξαμε διακόσια κοντά χρόνια που κυβερνιόμαστε μόνοι μας, με ηγέτες ελληναράδες που τάιζαν το πόπολο... «λεβεντιά και περηφάνεια» με οράματα και μεγάλες ιδέες, αλλά τίποτε σε... λαδερό, σε κανένα κοψίδι; Πολύ κλο-κλο κι από τηγανίτα τίποτε που λένε… Και καλή μεν η εθνική περηφάνια, αλλά και η στομάχα αδερφούλη μου μεγάλο πρόβλημα.
Τι ζήσαμε -με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια -αν όχι τη δημοκρατία των δημαγωγών, των λαϊκιστών, των θείων και των ανιψιών, των υιών και των θυγατέρων που ως σύγχρονοι αντιβασιλείς περιμένουν κι αυτοί τη σειρά τους; Ή σάμπως δεν ξέρουμε από τώρα ότι μετά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πρωθυπουργός θα γίνει και ο Κούλης, από τον οποίο, σε καμιά εικοσαριά χρόνια, θα παραλάβει το μαγαζί ο νεαρός Μπακογιάννης, υιός Ντόρας και σύζυγος Σίας μέχρι νεωτέρας, αν στο μεταξύ δεν προκύψει κανένας Καραμανλέας, Παπαντρέας, ή Τσιπρέας -διότι θα το φτιάξει κι αυτός το τζάκι του, δεν μπορεί- να ο Ερνέστος σε λίγα χρόνια όλο και θα ξεκινήσει τις καταλήψεις του! Ήρθε κάποτε κι ένας που πήγε να χαλάσει τη μαγιά (Καποδίστριας) κι όταν έφυγε τον πήγανε τέσσερις, ενώ δίπλα του «τιμητικόν άγημα Ευέλπιδων απέδιδε τιμάς», διότι από «τιμάς» εμείς ξέρουμε, τι ξέρουμε δηλαδή, μετρ κανονικοί!
Τι λαός γίναμε Βαυαρέ μου, αν όχι ένας λαός κακομαθημένων, βολεψηματιών, παρτάκηδων που «όλοι μαζί τα φάγαμε» - ο Πάγκαλος (εγγονός κι αυτός) είχε δίκαιο, απλά άλλοι έφαγαν τον σκασμό κι οι υπόλοιποι γλείψαμε κοκαλάκια. Ποια πατρίδα και ποιο δημόσιο συμφέρον; Την πατρίδα τη θυμόμαστε και δακρύζουμε από εθνική περηφάνια μόνο όταν παίρνουμε κανένα μετάλλιο στο στίβο ή άμα κανένας «σκυλόμαυρος» Αντετοκούμπο διαπρέπει στο εξωτερικό. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο, όλα για την Ελλάδα!
Πώς φροντίσαμε την πατρίδα μας, τα βουνά και τα δάση της, τα ρέματα και τα ποτάμια, τους κάμπους και τα ακρογιάλια της; Τα κάψαμε, τα καταπατήσαμε, τα γεμίσαμε αυθαίρετα, καθένας με τη βολή του και οι πολιτικοί -αθώες πάντοτε περιστερές- σηκώνουν τα χέρια ψηλά όταν όλοι μαζί πνιγόμαστε ή καιγόμαστε. Δημόσιοι χώροι, πανεπιστήμια φτιαγμένα από τα δικά σας τα χρόνια, ακόμη και τα αρχαία μας μνημεία, όλα τα βρωμίζουμε όλα τα σπάμε όλα τα καταστρέφουμε.
Κι όμως, πού να πάρει, αυτός ο –κατά Παλαμά- «γύφτος λαός» είμαστε κατά βάθος καλή πάστα, καλή φτιαξιά. «Ράτσα» που λένε. Δεν είμαστε άραγε εμείς που, όταν πάμε Γερμανία ή όπου αλλού, εκεί που κάνουν κουμάντο οι ποικιλώνυμοι... «Βαυαροί», δεν είμαστε εκείνοι που συχνά διαπρέπουν; Διότι, αυτό μας λείπει. Ένας συγκεκριμένος τρόπος παιχνιδιού, ένα «σύστημα» που λένε στο ποδόσφαιρο, ένα 4-4-2, ένα 4-3-3 κι όχι... το «σύστημα πλημμύρα» που συνήθως παίζουμε. Χώρια που είμαστε και ψυχοπονιάρηδες - εμείς δεν στείλαμε ποτέ λαούς σε κρεματόρια σαν και σας λίμπε, να τα λέμε αυτά.
Θα μου πεις, πάλι, σ’ αρέσει εσένα τώρα να σ’ είχανε βάλει οι Βαυαροί σε τάξη, σε σύστημα; Να είσαι όλη μέρα «αρμπάιτ», και το βράδυ, ψόφιος στην κούραση, αφού κάνεις στάση για μια μπίρα, μετά άντε σπίτι για ύπνο από τις 9; Να τρως όλο πατάτα βραστή και κείνα τα άνοστα χοντρολουκάνικα κι αντί για μπακλαβάδες και άλλα σοροπιαστά να τη βγάζεις με μηλόπιτες; Ντάξει, θα είχες οργάνωση στο Κράτος, καλύτερη ποιότητα ζωής, αλλά πάλι, εξαρτάται πώς εννοεί ο καθένας την ποιότητα ρε φίλε.
Ευτυχώς (ή μήπως... δυστυχώς;) ο Χορστ Ζεεχόφερ δεν το εννοούσε, πλάκα μας έκανε. Έτσι κι αλλιώς, και αυτός και οι όμοιοί του, μάς κυβερνούν ήδη από τη Βαυαριά ένθα εγκαταβιούν, από τη στιγμή που εγκρίνουν ή όχι τους Νόμους του Κράτους μας ή αποφασίζουν αν θα κοπούν ή όχι οι συντάξεις μας.
Οπότε, τα κεφάλια μέσα. Κάθε συζήτησις καθίσταται ως εκ τούτου περιττή! Χάιλ Ζεεχόφερ! Χάιλ κυβερνήτα μου.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalesssis@yahoo.gr