Και αποφάσισε γεμάτος αυτοπεποίθηση, όταν ο πατέρας του βγήκε στη σύνταξη, να κάνει το μαγαζί του πατέρα του τράπεζα. Τράπεζα κανονική, σαν αυτές που κάνουμε όλοι τις συναλλαγές μας νόμιμα. Πήρε, λοιπόν, ένα δάνειο 100.000 και ξεκίνησε.
Γνωστός στη γειτονιά και συμπαθής, οι φίλοι του από την αρχή τον εμπιστεύθηκαν. Κατέθεσαν στην τράπεζα του Φώντα, αθροιστικά, 100.000 ευρώ. Ο Φώντας τους έδινε και το νόμιμο τόκο. Και με τα 100.000 ευρώ που είχε καταθέσεις, δάνειζε μικροποσά στους νοικοκυραίους της γειτονιάς.
Τα καλά νέα μαθεύτηκαν και δειλά-δειλά ζητούσαν δανεικά από τον Φώντα και από τις διπλανές γειτονιές. Τα 100.000 ευρώ που είχε καταθέσει στην τράπεζά του ο Φώντας δεν έφταναν όμως για όλους. Ο Φώντας δεν νοιαζόταν αρχικά. Άλλωστε ήταν σφιχτός και κοιτούσε πρώτα την αξιοπιστία του μαγαζιού.
Οι καιροί όμως άλλαξαν και όλο και περισσότεροι τον πίεζαν για δανεικά. Ο Φώντας έβλεπε τη δουλειά του να έχει δυναμική και ο ίδιος να μένει αδρανής. Έτσι το ξανασκέφτηκε. Χρειαζόταν νέα κεφάλαια για να επεκτείνει τη δραστηριότητά του. Έτσι απευθύνθηκε στον Πανάγο. Ο Πανάγος τού είπε ότι θα του δώσει 100.000 ευρώ για να δανείσει και στις διπλανές γειτονιές. Πήρε ο Φώντας τα 100.000 από τον Πανάγο, δάνεισε μόνο τα 50.000 σε γείτονες και τα άλλα 50.000 –καπάτσος όπως ήταν- τα δάνεισε στο κράτος με καλό επιτόκιο (ομόλογα).
Όταν έγιναν δύσκολοι οι καιροί ο Φώντας άρχισε να μαζεύεται. Σταμάτησε εκ νέου να δανείζει, όπως έκανε και στην αρχή. Είχε μάθει άλλωστε να είναι συντηρητικός στη διαχείριση. Έλα όμως που σιγά-σιγά η γειτονιά άρχισε να μην μπορεί να αποπληρώνει τα δάνεια. Μόνο οι μισοί αποπληρώνανε τον Φώντα πλέον (50% κόκκινα δάνεια). Ο Φώντας έτσι έχασε 50.000 ευρώ από τα 100.000 που είχε δανείσει αρχικά στους γείτονές του. Έχασε και 25.000 ευρώ από τα 50.000 του Πανάγου που δάνεισε σε άλλες γειτονιές όταν επέκτεινε τη δουλειά. Τρώει στο κεφάλι και ένα φέσι από το κράτος (κούρεμα ομολόγων) και χάνει άλλα 25.000 ευρώ από τα 50.000 –πάλι του Πανάγου- που είχε δανείσει στο κράτος. Συνολική χασούρα 100.000 ευρώ χωρίς να φταίει. Πλήρες αδιέξοδο.
Φωνάζει –με τα πολλά- ο Φώντας έναν λιμοκοντόρο της πιάτσας για να πάρει καμιά συμβουλή. Ο λιμοκοντόρος βλέπετε, έχει τον τρόπο του. Τον συμβουλεύει να πει στους φίλους του - που αρχικώς τον εμπιστεύθηκαν και κατέθεσαν στην τράπεζά του τα 100.000 ευρώ-πως τα χρήματά τους μπορούν να τα παίρνουν μόνο λίγα-λίγα (capital controls). Τού συνέστησε επίσης να πάρει σβάρνα τους συγγενείς του να μαζέψει καμιά 20ριά χιλιάδες ευρώ για την τράπεζά του μπας και σωθεί (αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου). Επίσης τού είπε πως μπορεί να μαζέψει επιπλέον καμιά 20ριά χιλιάδες ευρώ αν πουλήσει κοψοχρονιά (κάτι είναι και αυτό απ’ το τίποτα) τα δάνεια που του χρωστάνε οι γείτονες σε άλλους (ξένα funds). Τού είπε και να βγάλει το σπίτι του στο σφυρί και να πιάσει -στην καλύτερη- άλλα 50.000 ευρώ. Αν ο Φώντας τα έκανε όλα αυτά θα ερχόταν μία η άλλη, θα ξελάσπωνε, του είπε ο λιμοκοντόρος.
-«Μα χρωστώ και τις 100.000 ευρώ που πήρα δάνειο για να ανοίξω την τράπεζα! Πρέπει να πουλήσω και την υπόλοιπη περιουσία μου για να ξεχρεώσω» αναφώνησε ο Φώντας!
-«Αμ εσύ δεν είχες τράπεζα, χασάπικο είχες σαν τον πατέρα σου και μάλιστα χρεωμένο», του απάντησε ο λιμοκοντόρος!
Από τον Νίκο Ντόλα
* Ο Δρ. Νίκος Ντόλας διδάσκει «Πολιτική και Ηθική Θεωρία» στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών