Προσπάθησε να προσαρμοστεί και να επιβιώσει πότε σαν «Μουσικό Καφενείο», πότε σαν μοδάτο ουζερί, απ’ αυτά όπου μαζεύεται το φοιτηταριό της πόλης για να τα πιει, να αμπελοφιλοσοφήσει, να εκφράσει την αμφισβήτηση, τον θυμό, αλλά και τα όνειρα που δικαιούται να κάνει κάθε γενιά.
Μα στο τέλος η «Συνάντηση» δεν άντεξε. Έκλεισε. Αλλάζει η ζωή, πεθαίνουν οι παλιές συνήθειες. Ο αργόσυρτος ρυθμός των καφενείων εξατμίστηκε, γλίστρησε, πάει. Τώρα είναι όλα γρήγορα. Γρήγορη ζωή, γρήγορες ανθρώπινες σχέσεις, γρήγορες κουβέντες, γρήγορος καφές. Τώρα δεν έχει «Συνάντηση», δεν έχει «Νέον», «Πανελλήνιον» ή «Ασπρα Πουλιά». Έχει Μικέλ, Ντε Τοξ, Μπρούνο, Σίσιλι, τέτοια. Ονομασίες ξενικές, σύντομες, κοφτές, για να μένουν στο μυαλό του πελάτη. Κι ο καφές στο πλαστικό. Πλαστική ζωή, πλαστικές σχέσεις, πλαστικός καφές. Στο πόδι. Ας είναι κι έτσι.
Στη «Συνάντηση» πήγαινα σχεδόν καθημερινά κάτι παλιά καλοκαίρια, γιατί οι δικοί μου, κατά το συνήθειο της εποχής, μόλις τέλειωναν τα μαθήματα κι άρχιζαν οι διακοπές, μ’ έβαζαν «μικρό του καταστήματος» σε ένα μαγαζί της οδού Κούμα, - «για να ξυπνήσω»- έλεγαν και το αφεντικό, κάθε που ερχόταν εκεί κατά τις 11 το πρωί, ξενύχτης, βαρύς και άκεφος από τα μπουζούκια, μου έλεγε με την μπάσα φωνή του:
-Μικρέ, καφέ…
Διαταγή εξετελέσθη! Τρέχοντας πήγαινα, τρέχοντας γύριζα από το καφενείο, «Κυρ Κώστα, καφέ για τ’ αφεντικό» εγώ, «Μπα! Ξύπνησε ο λόρδος;» απαντούσε εκείνος μ’ έναν τόνο συνειδητής ειρωνείας. Και πριν γυρίσω, έκανα στάση και σ’ ένα κοντινό ψιλικατζίδικο για τσιγάρα «Παλλάς», μαλακό πακέτο, διότι το ήξερα πια καλά, το αφεντικό μου ερχόταν και ατσίγαρος και κείνος πολύ το χαιρόταν που το σκέφτηκα, «μπράβο ρε Αλεκάκη, ατσίδας είσαι», να, τσάκω κι ένα δίφραγκο - σιγά τον ατσίδα… Για το δίφραγκο γινόταν η δουλειά.
Έτσι ήταν όμως τότε όλοι αυτοί οι «καταστηματάρχες» της Κούμα, της Βενιζέλου και των πέριξ κεντρικών δρόμων, που αποτελούσαν τη βασική πελατεία της «Συνάντησης». Υπαλληλάκια της μετακατοχικής Λάρισας οι περισσότεροι, που στο μεταξύ φτιάχτηκαν, απέκτησαν «μαγαζάρες», ύφος μεγαλοαφεντικού, σεβαστές κοιλιές και... ασεβείς υπαλλήλους που, όπως όλοι οι «Ζήκοι» της εποχής, τους αντιγύριζαν κουβέντες και τους τρέλαιναν στην αντιπολίτευση. Και τα καλοκαίρια, αφού φρόντιζαν να στείλουν γυναίκες και παιδιά στον Πλαταμώνα ή στα Καμένα Βούρλα για μπάνια, εργένηδες καμαρωτοί, ξεσάλωναν και απολάμβαναν τα «καλά» της εποχιακής αυτής ελευθερίας. Η γύρα τους ξεκινούσε το απόγευμα από τη «Συνάντηση», όπου κατέφταναν καλοκοιμισμένοι φρεσκοξυρισμένοι και μοσχοβολιστοί, με καθαρό και άψογα σιδερωμένο πουκάμισο.
-«Κώστα, καφέ…» - δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα, τα γκαρσόνια της «Συνάντησης» ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά τις προτιμήσεις ενός εκάστου πελάτου. Ρουφούσαν απολαυστικά τον βαρύ γλυκό, κάνοντας θόρυβο –δεν μας παρατάνε με το σαβουάρ βιβρ;- κάπνιζαν αρειμανίως «Άσο Φίλτρο» και στρώνονταν πότε στο χαρτάκι, πότε στο τάβλι, σε τραπέζια όπου δύο πελάτες έπαιζαν κι άλλοι δέκα κοιτούσαν δίνοντάς τους συμβουλές - αμάν μωρέ αδερφάκι μου, μας ζάλισες… Άμα είναι κάτσε και παίξε εσύ…».
Και κρατούσε ως το βράδυ αυτή η ιστορία μέσα στη στοά της «Συνάντησης», με θορυβώδικες συνομιλίες, γέλια, χάχανα και πειράγματα και είχε πάντα συγκεκριμένη κατάληξη, πρώτα πίτσες και μπίρες στην «Πίτσα Ρόμα» και άλλες πιτσαρίες της πλατείας Ταχυδρομείου και μετά «Φάληρο», «Μοκάμπο», «Εστορίλ», κι άλλα περίφημα λαρισινά ξενυχτάδικα της εποχής, για ουισκάκι και ξηροκάρπια, για νταλκάδιασμα με Τζένη Βάνου και Καφάση και τέλος... ό,τι ήθελε προκύψει – λέμε τώρα γιατί σίγουρα «προέκυπταν» πολύ λιγότερα απ’ όσα τερατώδη όλοι αυτοί οι αρσενικοί ψευταράδες διηγούνταν την άλλη μέρα στη «Συνάντηση» για γκομενοδουλειές με «αλανιάρες».
Στο ίδιο αυτό καφενείο, ανάμεσα στις διαφημιστικές αφίσες, της «Βυσινάδας Κλιάφα», και της μπίρας «Άλφα» που απεικόνιζαν μια ξανθιά καλλονή με εντυπωσιακό ντεκολτέ έγιναν οι συζητήσεις για τη Χούντα που έπεσε και τον Καραμανλή που ήρθε - το αφεντικό μου δήλωνε τότε «σπλήνα Καραμανλικός», αλλά πεντέξι χρόνια μετά, είχε κιόλας μεταστραφεί υπέρ του Αντρέα, «με τον «Αντρίκο», έλεγε.
- «ΠΑΣΟΚάρα ρε… «Αλλαγή». Την Κυριακή θα σας πάρουμε τα σώβρακα», πείραζε τους άλλους στη «Συνάντηση» όπου η πολιτική συζητιόταν σχεδόν πάντοτε με γηπεδικούς όρους, εξ’ ού και κατέληγε σχεδόν πάντα στην ΑΕΛ του Πολυχρονίου, του Αντώνη Γεωργιάδη και του Γιάτσεκ αργότερα.
Στη «Συνάντηση» έπεσε ο Καραμανλής, εκεί βγήκε ο Αντρέας, εκεί ξαναέπεσε ο Αντρέας και η δίκη του αποτέλεσε αντικείμενο για μεγάλους καβγάδες μεταξύ των θαμώνων. Στη «Συνάντηση», κάθε πρωί, αφού διαβαζόταν δίκην ιεροτελεστίας η «Ελευθερία», άρχιζαν οι δυναμικές συζητήσεις για τα θέματα της πόλης:
- «Πάλι τον βαράει ο Δημητρακόπουλος τον Λαμπρούλη…».
- «Ξέρει ο «παππούς» τι κάνει. Δεν βλέπεις τα χάλια; Που σκάψανε πάλι όλη την πόλη;».
Και περνούσαν τα χρόνια, με τον καθημερινό καφέ και το τσιγαράκι τα πρωινά, με τα τσιπουράκια, το τάβλι και την κολτσίνα τα μεσημέρια, με συζητήσεις και σχόλια για την επικαιρότητα, και τη λαρισαϊκή και τη γενικότερη. Οι «μικροί» του καταστήματος γίναμε άντρες και φτιάξαμε οικογένειες, οι μεγάλοι έμποροι της Κούμα έγιναν συνταξιούχοι, αλλά έμειναν πάντα εκεί, πιστοί θαμώνες της «Συνάντησης». Με πιο βαριά πόδια όμως, δύσθυμοι, χωρίς το ζωηρό βλέμμα του παρελθόντος, χωρίς καμιά διάθεση - εννοείται για νυχτοπερπατήματα στα «Φάληρα». Τώρα πια ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις τιμές του ζάχαρου και για το PSA του προστάτη, κερνούν για το εγγόνι που πέρασε στο Πανεπιστήμιο, παραπονούνται που οι συντάξεις είναι χαμηλές.
Μια από αυτές τις μέρες, βαδίζοντας στη «Στοά», συνειδητοποίησα πως η «Συνάντηση» κατέβασε ρολά. Δεν με πείραξε ο «θάνατός» της. Μεγαλώνοντας, βιώνεις τόσες απώλειες ώστε στο τέλος καταλήγεις να μην λυπάσαι για πολλά. Στο κάτω – κάτω η «Συνάντηση» έκανε τον κύκλο της, όπως τόσα και τόσα άλλα μαγαζιά.
Μα δεν μπόρεσα να ξεπεράσω εύκολα την εικόνα του κυρ Τάκη, του παλιού μου «αφεντικού», σαν τον είδα λίγο πιο κάτω, στην πλατεία στον Αι Βελησσάρη να περπατά σέρνοντας τα πόδια του. Υποβασταζόταν από μια αλλοδαπή- μάλλον βουλγάρα- κυρία και μαζί κάθισαν σ’ ένα παγκάκι. Δύσκολη εικόνα. Τον θάνατο τον αντέχεις, η παρακμή, ο ξεπεσμός είναι που σε σκίζει. Και προς στιγμή, έτσι μού ’ρθε, σαν από ένστικτο, να πάω να του πάρω έναν καφέ, «ελληνικό γλυκύ βραστό» πάντα. Να του πάρω και τσιγάρα «Παλλάς μαλακό» και να κάτσω να τον πιω και να καπνίσω μαζί του.
Αλλά πάλι, πώς να τολμήσεις μικρέ να πας σ’ αυτό το άλλοτε περήφανο, το καμαρωτό και αψύ αρσενικό τον καφέ στο... πλαστικό; Θα φας έναν φούσκο που θα ‘ναι όλος δικός σου. Και δικαιολογημένα εδώ που τα λέμε.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr