Τα παραπάνω λόγια του Στρατηγού Μακρυγιάννη, ατόμου που πρωταγωνίστησε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αποκρυσταλλώνουν τη σημασία που αποδιδόταν στο Σύνταγμα ως μέσο εξασφάλισης και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ως Σύνταγμα ορίζεται ο θεμελιώδης νόμος του κράτους, ο οποίος καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, τις βασικές αρχές οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτείας, καθώς και τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Στην Ελλάδα, σε μία χώρα με βαθιά δημοκρατική παράδοση και συνείδηση, ενώ κάποιος θα περίμενε να “αντικρύσει” τη λειτουργία αυτής υπό την καθοδήγηση ενός ανώτερου νομοθετήματος, όπως προβλέφθηκε στις Εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας, η μετάβαση σε μία τέτοια πραγματικότητα χρειάστηκε να περάσει μέσα από τις “συμπληγάδες πέτρες” της αντιβασιλείας και της απόλυτης μοναρχίας. Η εγκαθίδρυση, εκ των έξω και εκ των άνω, της αυταρχικής μοναρχίας του Όθωνα αποτέλεσε σημαντική οπισθοδρόμηση σε σχέση με τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες κατακτήσεις των συνταγμάτων της επανάστασης.
Η αυταρχική πολιτική που ακολούθησε ο Όθωνας, με τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση προβλημάτων που σχετίζονταν με βασικούς πυλώνες του συστήματος, καθώς και η θέση της χώρας υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» των πιστωτών της, προκαλούσαν τη δικαιολογημένη δυσφορία του λαού, δυσφορία που εντεινόταν όλο και περισσότερο ένεκα της περιφρόνησης που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Ήταν λοιπόν πρόδηλο ότι η Ελλάδα χρειαζόταν μία ριζική αλλαγή και τη θέσπιση νόμων που θα οργάνωναν την πολυτάραχη κοινωνικοπολιτική ζωή της.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές λοιπόν, ο λαός επαναστάτησε με αίτημα αυτή τη φορά, όχι την ανεξαρτησία του, αλλά την ψήφιση συντάγματος και συνάμα τη λύση των οξυμένων προβλημάτων του. Διότι, στη σχεδόν είκοσι χρόνια ανεξάρτητη Ελλάδα, ο όρος «Σύνταγμα» αποτελούσε για τους περισσότερους ένα αίτημα-σύνθημα με αόριστο περιεχόμενο, που εξέφραζε περισσότερο την αγανάκτηση και την έντονη επιθυμία για μεταβολή της κατάστασης παρά την εγκαθίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος.
Μπορεί όμως ο ελληνικός λαός να μην κατανοούσε απόλυτα τη σημασία του συντάγματος, η Επανάσταση, ωστόσο, της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 θα “γεννήσει” το Σύνταγμα - Συνάλλαγμα των 107 άρθρων του 1844, το οποίο δεν μπορεί παρά να μην εκφράζει την ισχυρή δημοκρατική τάση του ελληνικού λαού και την προσπάθεια εξασφάλισης δίκαιης διακυβέρνησης. Το “συμβόλαιο” του βασιλιά με το έθνος αναγνώριζε πολιτικά δικαιώματα, με κορυφαίο το εκλογικό δικαίωμα του «εκλέγειν» και του «εκλέγεσθαι», το οποίο συνέβαλλε σταδιακά στην πολιτική χειραφέτηση του λαού και θεωρήθηκε «επαναστατικό για την εποχή του», όσον αφορά στις εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής.
Ως σύμβολο της εθνικής ανεξαρτησίας και παράλληλα ως εγγύηση της ατομικής αλλά και πολιτικής ελευθερίας, το αίτημα για Σύνταγμα δεσπόζει στους αγώνες του ελληνικού λαού ανά τους αιώνες. Με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και την εκπόνηση του Συντάγματος δεν δόθηκε ούτε στο ελάχιστο λύση στα προβλήματα του εξαθλιωμένου και αγανακτισμένου λαού. Όμως, όλα όσα κατοχυρώνονταν μέσω αυτού του πρώτου Συντάγματος θα ενίσχυαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα του ελληνικού λαού, ο οποίος θα επιδιδόταν σε έναν διαρκή αγώνα, εκμεταλλευόμενος φυσικά και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις, με στόχο την εξασφάλιση και κατοχύρωση όλο και περισσότερων δικαιωμάτων.
Το ελληνικό κράτος, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο περίπου αιώνων ύπαρξής του, “βίωσε” μια πληθώρα καταστάσεων: κινήματα, επαναστάσεις, πολιτειακές ανωμαλίες, οικονομικές κρίσεις, δικτατορίες, πολέμους, εμφύλιους σπαραγμούς. Ανέκαθεν όμως, επιζητούσε την “επιστροφή” σε συνθήκες ομαλότητας και σταθερότητας. Ο ελληνικός λαός στόχευε στην ενσάρκωση των προσπαθειών του για ειρηνική συμβίωση, ασφάλεια και σεβασμό των δικαιωμάτων του σε θεσμούς που αντέχουν και όχι σε μεμονωμένα άτομα που “χάνονται” στο πέρασμα του χρόνου.
Εν έτει 2018, το αίτημα για Σύνταγμα παραμένει επίκαιρο. Ιδιαίτερα μετά το πέρας 8 χρόνων στη δίνη μιας οικονομικής κρίσης, η ανάγκη ενίσχυσης του Κράτους Δικαίου και θωράκισης της Δημοκρατίας καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ. Σε αυτή τη βάση λοιπόν, η συζήτηση για αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε να αποτελέσει την καταλληλότερη ευκαιρία για έναν εποικοδομητικό δημόσιο διάλογο και την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων, ξεπερνώντας τη διχόνοια που “εκκολαύθηκε” στα χρόνια της κρίσης. Ας αποτελέσει η συζήτηση περί αναθεωρήσεως λ.χ. του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 38 Σ) ή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών (άρθρο 86 Σ) ή της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 Σ) ή του καθεστώτος που υφίσταται για τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων (άρθρο 16 Σ), πεδίον δόξης λαμπρόν για όλους όσους διαθέτουν ουσιαστικές προτάσεις και όραμα για τον τόπο. Ας μην ξεχνάμε όμως πως μία συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί πανάκεια για τα εκάστοτε προβλήματα. Πάνω απ’ όλα απαιτείται από εμάς τους ίδιους – τις μονάδες – διαρκής και καθημερινός αγώνας για την προάσπιση και εξέλιξη του πολιτισμού και της Δημοκρατίας μας!
Από τον Αναστάσιο Καραχριστιανίδη
* Ο Αναστάσιος Καραχριστιανίδης είναι φοιτητής Νομικής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου