Εκεί, στα ριζά ενός πυκνού, ίσως του μοναδικού σε τέτοια έκταση και πυκνότητα δάσους οξιάς σε όλη την Ελλάδα, εκεί όπου οι πρόποδες του βουνού αρχίζουν να απλώνονται, ως κάτω στο ποτάμι, πιο ήπιες, σ’ ένα ανάγλυφο με μοναδική κλίση κι ακουστική, - στο σημείο, λοιπόν, αυτό -, αντικριστά προς τον οικισμό του Πανοράματος, σε μια πεζοπόρο απόσταση σαράντα (40’) λεπτών, υπάρχει η Παναγιά της Βαρής. Το βουνό από παλιά ονομάζεται Κοζύλιο (και η ονομασία του διατηρείται τέτοια ως σήμερα, από τους συγχωριανούς) στους επίσημους χάρτες αναφέρεται ως Στραγγόπετρα, λόγω των κόκκινων, λεπτόκοκκων, σιδηρούχων και χαλαζιακών πετρωμάτων του, που επιτρέπουν το στράγγισμα των νερών και τον υπόγειο εμπλουτισμό των πολλών αποθηκών νερού, με πιο κρύο το νερό στη θέση της Παναγίας, που ήταν τόσο παγωμένο για τους ιδρωμένους κτηνοτρόφους ή γεωργούς, ή τους σημερινούς εκδρομείς - πεζοπόρους, που είναι πολύ ‘’Βαρύ’’.
Στο Πανόραμα, η Γέννηση της Θεοτόκου (εντός του οικισμού) και, απέναντι, η Κοίμηση (στο ξωκλήσι), είναι η Παναγία που στις καρδιές των ορεσίβιων κατοίκων, συνιστά ένα πρόσωπο Ιερό, Μητρικό, Ακαταμάχητο, Συμπονετικό, Καρτερικό. Η εμβληματικότερη προσωπικότητα ιερέα, που υπηρέτησε, εκεί, όρθιος, με ήθος και πνεύμα ανοιχτό, την Πατρίδα, τη Χριστιανοσύνη, την τοπική κοινωνία και τις μεγάλες παραδόσεις, ο παπα-Γιώργης Παπαξάνθης, στο δίστιχο ιδιοκατασκευής του έλεγε για το αδιάσπαστο της Παναγίας του Πανοράματος: ‘’Η Γένεση απ’ τη Γρόπ’στια ευλογεί, κι η Κοίμηση απ’ τη Βαρή παρατηρεί !’’. Στις υπώρειες, λοιπόν, του Κοζύλιου, που μας έθρεψε με τα κοπάδια, μας ζέσταινε με την ξυλεία του στους βαρείς χειμώνες και με την οποία οι πρόγονοί μας ανοικοδόμησαν τα σπίτια τους, μας φύλαξε και μας προστάτευσε, με τη βοήθεια της Παναγίας, από τους εισβολείς Γερμανούς, - εκεί -, κάθε Δεκαπενταύγουστο, στο χαμηλό φως των κεριών, σε ατμόσφαιρα που θυμίζει περιγραφές του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, πραγματοποιείται η θεία λειτουργία και μετά ένα δρώμενο ιστορικής και λατρευτικής αξίας, μοναδικό.
Μετά το ‘’δι’ ευχών...’’ και την απόλυση, συγκεντρώνονται όλοι οι χωριανοί, οι προσκεκλημένοι και οι επισκέπτες στο προαύλιο, έξω από την εκκλησία, που βρίσκεται νότια, πλευρικά της, κι όπου παλιότερα δέσποζαν μεγάλα και πλατίσκιωτα πλατάνια, κάτω απ’ τα οποία, από πολύ πρωί, ανά ομάδες οικογενειών κάθονταν οι χωριανοί στα στρωσίδια τους κι άπλωναν τις πίτες, τα τυριά και τα ψητά τους για το μεσημεριανό. Πλατάνια, τα οποία με τον καιρό πέθαναν, και τώρα έχουν αντικατασταθεί με φυτεύσεις νέων δένδρων, που έχουν υψωθεί, δημιουργώντας έναν δεσμό με τις διπλανές οξιές του βουνού, του Κοζύλιου.
Εκεί, βγαίνει η εικόνα της Παναγίας. Την κρατάει στα χέρια του, πάνω στο στήθος του, ένα νέο παλληκάρι του χωριού, και συνοδεύεται από τους ιερείς, τους ψάλτες και τους επιτρόπους. Η εικόνα της Κοίμησης, μία μοναδική αγιογραφία των ξακουστών Σαμαριναίων αγιογράφων, από την Ι. Μονή της Αγ. Παρασκευής Σαμαρίνας, ζωγραφισμένη το 1908 (επί Τουρκοκρατίας !), εις ‘’δέησιν Βασιλείου Παπαξάνθη’’, βρίσκεται μπροστά σ’ όλους τους χωριανούς, που καλούνται από τον ιερέα να προσκυνήσουν. Πρόκειται για την προσκύνηση της Νεκρής Παναγίας, για τον τελευταίο ασπασμό της Μαρίας Θεοτόκου, που αναπαύεται στη νεκρική κλίνη, περιβαλλόμενη από τους μαθητές του Υιού της (στην αγιογραφημένη εικόνα). Κι, εδώ, τώρα στη Βαρή, περιβαλλόμενη απ’ όλους τους πιστούς του Πανοράματος, της Λάβδας, του Πολυνερίου, της Αλατόπετρας, της Σμίξης, που έρχονταν πάντα από παλιότερα, σαν σ’ ένα μεγάλο, το τελευταίο προσκλητήριο της Μάνας!
Κι αφού, τελειώσει η προσκύνηση, το παλληκάρι που την κρατούσε, την ασπάζεται τελευταίος και την αποθέτει με ευλάβεια, κάτω στη γη, όρθια απέναντι στο πλήθος των πιστών. Η Παναγία, βρίσκεται, τότε στο νεκροκρέβατό της, μόνη Της, έτοιμη όπως όλοι μας, κάποια αστιγμή, για το Μεγάλο Ταξίδι.
Ξαφνική, απέραντη σιωπή καλύπτει σαν παράξενο πέπλο την πολυπληθή σύναξη. Τότε, δυνατή και καθάρια, ακούγεται η φωνή του πρεσβύτερου ιερέα: ‘’Υψώνεται η Εικόνα της Παναγίας ! Ποιος θα υψώσει την Παναγία ;’’. Ο ιερέας της ενορίας των Πανοραμιτών προσκαλεί τον ικανότερο, τον σημαντικότερο να παρουσιασθεί, να τάξει, να γονατίσει και να σηκώσει στα χέρια του, να υψώσει τη Νεκρή Παναγιά, να πάρει στα χέρια του το νεκροκρέβατο και να την οδηγήσει στο Δικό Της Ταξίδι, έχοντας την ευλογία Της!
Ο καπετάν - Τόσκας στην Παναγία της Βαρής.
——————————————————Τη στιγμή, εκείνη, μου αφηγούνταν, ο παπα-Γιώργης, ποδοβολητό αλόγων ακούστηκε μέσα απ’ την οξιά...
Μόνον άλογα, χωρίς φωνές, πλησίασαν γοργά. Οι χωριανοί, άνοιξαν τόπο, αφήνοντας ένα βαθύ, από τα στήθια τους επιφώνημα κι έναν θαυμασμό: ‘’ Ήρθαν στην Παναγία!’’
Ξεπέζεψαν σβέλτα, κι ο πρώτος, με γένια γκρίζα και δασιά, ψηλός και γεροδεμένος, ακολουθούμενος από δύο νεότερους ελαφρύτερα οπλισμένους, με βήμα στέρεο κι αποφασιστικό, περασμένα χιαστί στο στήθος του τα φυσεκλίκια, δεξιά σε θήκη ασημοστολισμένη το σπαθί του με μια λαβή μαυρισμένη από τη χρήση των δυνατών του χεριών, αριστερά και προς τα πίσω ριγμένο τον γκρα, το γαλλικό όπλο του με καλοσκαλισμένο κοντάκι, με τα μάτια του μάλλον υγρά, προσηλωμένα στην Παναγιά, που βρισκόταν στην κλίνη Της στη γη, πέρασε μέσα από τους χωριανούς και στάθηκε μπροστά στον ιερέα.
‘’Ο καπετάν -Τόσκας υψώνει την Παναγία!’’, ακούσθηκε να λέει, με σταθερή, ήρεμη, βραχνή φωνή.
Ο καπετάν-Τόσκας, ο καπετάν- Τόσκας, ένα υπόκωφος αντίλαλος από την επανάληψη του ονόματος από τους απλωμένους ολόγυρα χωριανούς, ξετυλίχθηκε, ανέβηκε στο βουνό κι έφτασε μέχρι το λημέρι του, στο καραούλι του Τόσκα που βρίσκονταν, εκεί, ψηλότερα, πιο πάνω από την Παναγιά της Βαρής.
‘’Ο καπετάν -Τόσκας υψώνει την Παναγία!’’, επανέλαβε ο καπετάνιος της περιοχής, στενός συνεργάτης της μεγάλης αρματολικής οικογένειας των Ζιακαίων, και, συνέχισε: ‘’τάζει στην Παναγιά, προσφέρει τα τσαπράζια του !’’ με φωνή συγκίνησης, καθώς γονάτιζε μπροστά στην εικόνα Της.
‘’Ο κατετάν - Τόσκας υψώνει την Παναγία !’’, βροντοφώναξε, κι η φωνή του παλλόταν στον Αυγουστιάτικο αέρα, ο ιερέας.
‘’Ο καπετάνιος του Τόπου, της Λευτεριάς και των χωριών μας, ο υπερασπιστής των χριστιανών μαζί με τα παλληκάρια μας απέναντι στους τουρκαλβανούς, υψώνει την Εικόνα Της και στα πόδια Της αποθέτει τα τσαπράζια του! Να είναι πάντα ευλογημένος, γενναίος και δίκαιος! ‘’, ολοκλήρωσε ο παππάς, με τους χωριανούς να αγκαλιάζονται, να ξεσπούν σε κραυγές χαράς και λύτρωσης και να αλληλοεύχονται για την ποθητή Λευτεριά!
Συνεχίζουμε (;);
——————————Στο δρόμο αυτόν, λοιπόν, κάθε χρόνο, στην Παναγιά της Βαρής, κάθε Δεκαπενταύγουστο υψώνεται η Παναγία.
Κι ακολουθεί ο παραδοσιακός, μεγάλος δημοτικός χορός στον αυλόγυρο, στον ίδιο τόπο, δεκάδες χρόνια τώρα. Με τον ιερέα, παλιότερα, πρωτοτραγουδιστή και πρωτοχορευτή, και, τώρα, στις μέρες μας, τους στενότερους απογόνους του.
Και του χρόνου, συνέλληνες!...