Απ’ την αρχή ως το τέρμα, σ’ όλες τις φάσεις της οικογενειακής ζωής και τις περιπέτειες της εθνικής μας Ιστορίας. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη και για την ξενιτειά. Γι’ αυτήν και θα μιλήσουμε σήμερα.
Μεγάλος ο πόνος της ξενιτειάς. Μόνον όποιος την έζησε, εκείνος τη νιώθει. Η χώρα μας, δυστυχώς, πάντα φτωχή κι ανήμπορη, μη μπορώντας να θρέψει τα παιδιά της, κτυπήθηκε ανελέητα από τον καημό της ξενιτειάς. Και στη δημοτική ποίηση, βρήκαν τον μόνο εκφραστή του πόνου τους, όσοι έφυγαν μακριά, αλλά και όσοι έμειναν να τους περιμένουν. Τον εκφραστή της οδύνης του χωρισμού. Την αγρίλα του αγνώστου. Τα ογκώδη προβλήματα. Τον καταναγκασμό ν’ αλλοτριωθείς. Να μπεις στον μύλο του νέου κόσμου.
Άπειρα τα τραγούδια της. Παντού πρωτοστατεί η γυναίκα. Αυτή, που χάνει το ταίρι της, φορτισμένη με την αγωνία της επιβίωσης των όσων ξέμειναν. Θύμα σχολίων και παγίδων, προσμένοντας, το πρώτο έμβασμα, ποτισμένο με πόνο και πίκρες. Η ροή της ξενιτειάς είναι εντυπωσιακή. Το 1824 έφυγαν μετανάστες για την Αμερική μόνον πέντε άτομα. Και σε έναν αιώνα, το 1917 δηλ., έφθασαν τους 300.000, δηλ. το 1/10 του πληθυσμού. Βαρύ το φορτίο της ξενιτειάς/πολλές οι αιτίες της. Η αναζήτηση να βρει κανείς καλύτερες συνθήκες ζωής. Οφείλεται σε βιβλικές καταστροφές. Ξενιτειά γνώρισαν και τα ολοκαυτώματα των Ποντίων και των Αρμενίων. Των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που ξεσπιτώθηκαν για να γλυτώσουν το βαρύ χέρι των Τούρκων δολοφόνων. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι άφησαν πίσω τους έναν θαυμάσιο πολιτισμό, πλούτη και ευτυχία κι έφθασαν στην Ελλάδα μ’ ένα μπουγαλάκι στη μασχάλη. Και δεν μπορεί να δικαιολογήσει κανείς την απάνθρωπη στάση που επιδείξαμε οι ντόπιοι στο δράμα των αδελφών. Τους στοιβάξαμε σε χαμόσπιτα με ειρωνείες και απαξίωση. Αδιανόητος αρνητισμός Ήταν οι πρόσφυγες, οι Τουρκόσποροι κ.ά. Και η δημοτική ποίηση τους τραγούδησε: «Για ν’ αποκαλύψω/ της γης τα μυστικά / τον ουρανό θέλω χαρτί / τη θάλασσα μελάνι / να γράψω τα πεισματικά / και πάλι δε με φτάνει…». Κάθε μεγάλη Παρασκευή ακούμε ένα εγκώμιο για τον Χριστό, που κι αυτός ήλθε στον κόσμο κι έφυγε ξένος: «Δος μοι τούτον τον ξένον του βρέφους ως ξένον, ξενωθέντα εκ κόσμω. Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον. Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον. Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις είδε ξενίζειν, τους πτωχούς τε και ξένους». Και παρακάτω: «Ει τις γάρ έχει του Θεού τον φόβον στην ψυχή του, ας βλέπει κι ας προσέχει, ξένον μη ονειδίσει / επεί στον κόσμο ο Θεός, έπλασεν και τους ξένους» [«Αυτός έδειξεν των ξένων τις πικρίες / τις θλίψεις και τα βάσανα / και τες αναισχυντίες»].
Η γυναίκα, το πρώτο θύμα της ξενιτειάς, είτε πάει κι αυτή στα ξένα είτε μείνει απαρηγόρητη να κλαίει για τον χωρισμό από το ταίρι της και λέγει: «Εμίσεψες και μ’ άφεισες / σε χώρα κουρσεμένη / σαν Εκκλησιά αλειτούργητη / καταρημαγμένη.
Αλλά και η μάνα, δίχως το σπλάχνο της κοντά της, ολοφύρεται: Λείπει της θάλασσας νερό / λείπει της γης βοτάνι / λείπει κι εσένα ο γιόκας σου / στα μακρινά στα ξένα / φόντας κινήσει για να’ ρθει / κουκούλια να’ ναι οι στράτες του / βαμπάκι ο δημοσιές του / και το γιοφύρι, που θα διαβεί / σπυρί μαργαριτάρι / κι η μάνα που τον καρτερεί / με δυο δραμάκια μόσχο».
Για τον Έλληνα η ξενιτειά είναι πηγή των βασάνων, της πίκρας, αλλά και το άσβεστο μαρτύριο, αυτή η πονεμένη ελπίδα πότε να ξαναγυρίσει στους δικούς του. Να σβήσουν οι φριχτές εικόνες των ορυχείων του Βελγίου, οι ατελείωτοι σιδηρόδρομοι της Αμερικής, οι λάντζες στα εστιατόρια. Θα θυμάστε όλοι τον ηθοποιό Χατζηχρήστο που έλεγε: «Πολύ πιάτο στο Αμέρικα. Πολύ πιάτο!!!». Έφριξε ο άνθρωπος. Κι άλλοι στην Αραπιά, να τους τρώει το λιοπύρι και η ζούγκλα, για να κάνουν γρήγορα ένα κομπόδεμα, πριν τους φάει το θανατερό κλίμα. Να γυρίσουν ξανά στο φως το ελληνικό, στο ωραίο κλίμα μας, στα νησιά και τα βουνά μας.
Αλλά τι να λέμε για την ξενιτειά. Μας το είπε πιο ξεκάθαρα ο θυμόσοφος λαός μας.
Την ξενιτειά την ορφανιά
την πίκρα την αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγισαν
βαρύτερη είν’ τα ξένα.
Δημοτική Ποίηση Περάνθη
Παντελής Μπουκαλάς: Η ξενιτειά
Γ. Ακροπολίτης (13ος αιών.)
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου