αλλά και να αναλάβω την επιμέλεια του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου του (2017) με τον ευρηματικό τίτλο «Σαν παραμύθι …» Σκοπός του άρθρου μου να παρουσιάσω τη ζωή του όχι με αναμνήσεις και θύμησες δικές μου όπως τις έζησα κοντά του, αλλά παραχωρώντας τον λόγο στον ίδιο τον Δεσπότη της Λάρισας για να ξαναζωντανέψει μπροστά μας και να αφηγηθεί ο ίδιος γεγονότα και πρόσωπα που σημάδεψαν την επίγεια ζωή του κι έμειναν βαθιά χαραγμένα στην μνήμη του. Πρόσωπα και γεγονότα ιδωμένα από τη δική του ματιά, τα οποία αφήνουν στον κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη τη δυνατότητα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το πρόσωπο και τη βιοτή του ανθρώπου που ποίμανε την πόλη μας, τον Τύρναβο και τα χωριά που συμπεριλαμβάνει η ιστορική μας μητρόπολη.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Χρόνια ορφάνιας. Στυλοβάτης και βράχος που προστάτευε τα πέντε ορφανά της οικογένειας του Παύλου Λάππα η «γλυκειά τους μητέρα Βασιλική», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Δεσπότης στην αφιερωματική προμετωπίδα του έργου του. Η μάνα που φρόντιζε να μεγαλώσει τα μικρά της. Θυμάται τα Χριστούγεννα που «το πρωί μας ξύπναγε η μάνα και μας έδινε τα φτωχά ρουχαλάκια μας και τα παπούτσια μας. Καλοσιδερωμένα και καλογυαλισμένα, μας έντυνε και πηγαίναμε στην Εκκλησία. Κι όταν γυρίζαμε, μας έφτιαχνε λουκουμάδες με μέλι και κανέλλα και σουσάμι και τρώγαμε. Μάλιστα μας έδινε και σε μικρά-μικρά πολύχρωμα ποτηράκια του λικέρ λίγη μαστίχα και πίναμε. Και για το μεσημέρι είχε σφάξει συνήθως ένα κόκκορα ή μια κότα και τρώγαμε κοτόσουπα ζεστή. Χωρίς τυριά, χωρίς σαλάτες. Είχαμε όμως εμείς πάντα για συμπληρώματα ψάρια, τα οποία βέβαια αυτή την ημέρα δεν τα προτιμούσαμε, αλλά που κατέφευγαν σ’ αυτά οι γονείς μας για να μείνη για μας η σούπα και το ψαχνό της κότας. Μία σούπα με μανέστρα και μπόλικο ζυμωτό ψωμί που είχε επάνω καρύδια κι αμύγδαλα και μοσχομύριζε. Ήταν λιγοστό το φαϊ μας. Ήταν πλούσια η ζεστασιά του σπιτιού μας. Ήταν πολλή η αγάπη.» (από το άρθρο Κάποια Χριστούγεννα)
Στήριγμα της ορφανής οικογένειας ο θείος Νίκος ο κουρέας, ο αδερφός της μητέρας του. «Αυτός μας διάβαζε όταν ήμαστε παιδιά. Μαζί του λύναμε τα προβλήματα της Αριθμητικής. Αυτός μας συμβούλευε και μας κανάκευε συγχρόνως. Μας αγαπούσε πολύ όλους. … Το τι άνθρωπος ήταν ο θείος δεν περιγράφεται. Απ’ αυτόν μάθαμε πολλά, όλα. Δεν ξέρω μόνο αν πήραμε την καλωσύνη του. Καλωσύνη απέραντη, ως τον ουρανό. Αγαπούσε όλο τόν κόσμο. Τα παιδιά, τα πουλιά, τα λουλούδια. Ο θείος ήταν ρομαντικός, γλυκός, όμορφος, καλλίφωνος, με μια θαυμαστή γλυκειά φωνή, που συνέπαιρ¬νε τον συνομιλητή του. Τα λόγια του συνετά, μετρημένα, γλυκά. Γλύκαιναν τις καρδιές των ανθρώπων.» (από το άρθρο Ο Θείος)
Έφθασε η εποχή που ο μικρός Ιάκωβος (το κατά κόσμο όνομα του μακαριστού) θα ξεκινούσε τις σπουδές του στη Νομική. Δεύτερο έτος των σπουδών. Η μάνα του αδυνατεί να τον σπουδάσει. Γράφει: «ένα πρωί η συγχωρεμένη η μάνα μου μ’ έπιασε με το καλό για να μου πει κάτι δυσάρεστο. “Κοίταξε” μου είπε “παιδάκι μου τι θα κάνης με το Πανεπιστήμιο, γιατί εγώ για ένα χρόνο δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω καθόλου. ΄Εχω δυο παιδιά αρ-ραβωνιασμένα και θέλω να τα παντρέψω να πάνε στην ευχή του Θεού. Πόσο να περιμένουνε και οι νύφες”.» Μοναδική του επιλογή να δουλέψει. Έτσι καταφεύγει στο ιστορικό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη ζητώντας δουλειά. Ο Ελευθερουδάκης του έδωσε δουλειά βγάζοντάς τον από το αδιεξόδο: «“Στην ώρα ήρθες–μου είπε–που θέλω να κάνω μια απογραφή στα παιδικά για να μην την έχουμε πάνω στις γιορτές.’’». Για τον νεαρό φοιτητή της Νομικής τα λόγια του Ελευθερουδάκη ήταν «ήταν η πόρτα που άνοιγε. ΄Ηταν η απάντησι του Θεού. ΄Ητανε το βάλσαμο της ψυχής» (από το άρθρο Ευεργέτες). Έτσι ο νεαρός Ιάκωβος μπόρεσε να τελειώσει τη Νομική και στη συνέχεια και τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στρατιώτης παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαίδευσης στην Κόρινθο και στη συνέχεια στάλθηκε σε μια απομακρυσμένη πυροβολαρχία στην Κύμη για εκπαίδευση. Δεν στεναχωριέται που βρέθηκε εκεί. Αντίθετα μόνο καλά λόγια έχει να γράψει για την Κύμη: «Δέκα τέσσερεις μήνες στην Κύμη. Δεν ξέρω αν έχετε πάει στην Κύμη. Εγώ που έζησα εκεί μπορώ να σας πω ότι την αγάπησα. Εξ άλλου έτσι γίνεται και με τους φοιτητές και με τους φαντάρους. Ζουν λίγα χρόνια της νεότητός τους σ’ ένα τόπο και τον αγαπούν. Τον κουβαλούν μέσα τους. Τον θυμούνται, αναφέρονται σ’ αυτόν. Σκεφθήτε τώρα όταν μιλάμε για την Κύμη. Είναι από μόνη της όμορφη και Αρχόντισσα. Είναι ένας παραδεισένιος τόπος. Παρ’ όλον ότι βρέχει πολύ και θεριεύει την βλάστησι, ο καιρός της είναι θαυμάσιος. Έχει τις περισσότερες ημέρες της ηλιόλουστες και τις νύχτες της φεγγαρόφωτες. Έχει πρασινάδες και δένδρα με καρπούς και λουλούδια όπου κι αν ρίξης τα μάτια σου. Έχει προ πάντων συκιές. Τα σύκα της όμορφα, γλυκά, άφθονα στην εποχή τους. Είναι χτισμένη στο βουνό για το φόβο των πειρατών. Αλλά τι βουνό! Μπαλκόνι. «Το μπαλκόνι του Αιγαίου», έτσι την λένε. Βλέπεις από παντού τον δρόμο της θάλασσας, και μπροστά στα πόδια σου απλώνεται μια απέραντη θάλασσα.» (από το άρθρο Στην Κύμη)
Θα μπορούσα να παραθέσω και πολλά ακόμη αποσπάσματα από τη ζωή του, αλλά θα έκανα κατάχρηση της φιλοξενίας της φίλης εφημερίδας. Θα σταθώ μόνον ένα περιστατικό, σε έναν γάμο που τέλεσε ο μακαριστός ως επίσκοπος πλέον της Λάρισας. Απλός και ταπεινός πήγαινε να τελέσει οποιαδήποτε ακολουθία του ζητούσε το ποίμνιό του, χωρίς διακρίσεις. Τις εμπειρίες και τα συναισθήματά του από την επαφή του με τον κόσμο της Λάρισας τις περιγράφει στο άρθρο του Γάμος στον Πέρα-Μαχαλά. Καλεσμένος στον γάμο ενός νέου ζευγαριού που θα γινόταν στο ναό του Αγίου Χαραλάμπους αισθάνεται μεγάλη χαρά που θα ευλογούσε το μυστήριο. Αναπολώντας ο Δεσπότης αυτόν τον γάμο θα γράψει στον επίλογο του συγκεκριμένου άρθρου: «Εγώ, να σας πω την αλήθεια, το έζησα σαν θαύμα αυτό το γεγονός. Και κάθε φορά που τελώ με τη Χάρι του Θεού μαζί με τους Ιερείς και τους Διακόνους μας ένα Γάμο, καταλαμβάνομαι από δέος. Συναισθάνομαι όχι μόνο το θείο μέγεθος του Ιερού Μυστηρίου, το οποίο είναι «μέγα» «εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», αλλά βλέπω ένα θρίαμβο να παιανίζεται για την ίδρυσι μιας νέας οικογένειας. Δικαίως λοιπόν ερχόταν αυτή η πανέμορφη «ψυχῇ καὶ σώματι» κοπέλλα προς το Ναό με μουσικές και όργανα, με χορδές και κιθάρες, και δικαίως την περίμενε ο νέος αυτός άνδρας που είχε πάρει ώριμα την απόφασι να κάνη οικογένεια και να προχωρήση μαζί της στο δρόμο της ζωής. Είθε νάναι άγια τα βήματά τους σ’ αυτό τον κόσμο, είθε να χαρούν τις χαρές της ζωής και να χαρούν την Αιωνιότητα στον Ουρανό.» Τέτοιου είδους όμορφες σκέψεις καταλάμβαναν την ψυχή του ταπεινού Δεσπότη μας και τέτοιου είδους ευγενικά αισθήματα έτρεφε η ψυχή του.
Αν ο ίδιος ζούσε ακόμη, νομίζω, πως θα μας παρηγορούσε και θα μας συμβούλευε να μην κλαίμε για την απώλειά του. Στον επίλογο του άρθρου του Ένα δάκρυ… γράφει το εξής συγκλονιστικό: «… ας ευχηθούμε τα δάκρυα των ανθρώπων νάναι δάκρυα χαράς, μέχρι να βρεθούμε εκεί που δεν υπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμός. Εκεί που θα γελάσουν και θα χαρούν οι κλαίοντες. Εκεί «ἀφαιρεθήσεται πᾶν δάκρυον». Δεν έχουν θέσι εκεί τα δάκρυα...» Πράγματι, δεν έχουν θέση τα δάκρυα εκεί, Σεβασμιώτατε!
Καλό Παράδεισο!
* Του Χαράλαμπου Στεργιούλη, δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.