Τώρα, βγάζουμε το κεφάλι έξω από το… νερό, παίρνουμε μια βαθιά ανάσα και σκοπεύουμε από το φθινόπωρο να ασχοληθούμε με θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας και άλλα, γενικού ενδιαφέροντος. Επειδή όμως χρωστώ ένα ακόμα σημείωμα –το έχω υποσχεθεί στους φίλους αναγνώστες- το τελευταίο των διαδρομών, θα τελειώσουμε με το σημερινό, φτάνοντας μέχρι τα άκρα της πόλης, εκείνα όμως τα άκρα, πριν από εξήντα χρόνια, γιατί σήμερα είναι πολυάνθρωπες περιοχές, όπου κατοικούν και δραστηριοποιούνται συμπολίτες, με σχολεία, γυμναστήρια, γήπεδα, πλατείες, πάρκα, χώροι πολιτισμού-διασκέδασης, πολυκαταστήματα…
Πριν τη δεκαετία του 1980, οπότε η οδός Φαρσάλων, στην αρχή της, υπογειώθηκε για να περνούν από πάνω της τα τρένα, η διάβαση των σιδηροδρομικών γραμμών (πασάγιο), ειδικότερα για τους πεζούς και τους ποδηλάτες, δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση, αφού οι μπάρες τις οποίες ανεβοκατέβαζε ο φύλακας-σφυρίζοντας με τη σφυρίχτρα ταυτόχρονα-μέσα από το υπερυψωμένο φυλάκιο με τη μανιβέλα, αργούσαν να κινηθούν και κάποιοι… ριψοκίνδυνοι τις αψηφούσαν και διέσχιζαν τις γραμμές βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.
Αμέσως μετά, τα μαρμαράδικα και τα ανθοπωλεία, στη σειρά, σχημάτιζαν έναν μικρό παράδρομο που οδηγούσε στη βορεινή πύλη του δημοτικού νεκροταφείου. Εκεί έβλεπε κανείς να κυκλοφορεί η θλίψη και η απελπισία, ντυμένες στα μαύρα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια…
Εδώ αφήνουμε τον αδελφό μου, τον Μίνω (μεγαλύτερό μου κατά τέσσερα χρόνια), να μας αφηγηθεί αυτά τα τραγικά που αντίκρισαν τα παιδικά του μάτια, γύρω στα 1950… (…) Όταν ο πατέρας μας πήγαινε στο χωριό (Νέα Λεύκη), χρησιμοποιούσε ποδήλατο. Κάποια φορά με πήρε και μένα, καθισμένο στον σκελετό του. Ενώ περνούσαμε από το νεκροταφείο, στην οδό Φαρσάλων, μου έδειξε δίπλα από το χαμηλό πέτρινο μαντρότοιχο, από το μέσα μέρος και κατά μήκος, μία επιμήκη στοίβα με κόκκαλα και κολλημένα πάνω τους άχυρα, τα οποία, όπως μου είπε, ήταν εκτελεσμένων στο Μεζούρλο ανταρτών. Σήμερα, ο πέτρινος αυτός μαντρότοιχος είναι υπερυψωμένος με τσιμεντόλιθα.
Ακριβώς στην απέναντι πλευρά, εκεί που σήμερα βρίσκεται το τελωνείο, το οικόπεδο και ο δρόμος που οδηγεί στο Λαογραφικό Μουσείο, το ημιυπόγειο καμίνι, που έκαιγε διαρκώς, για να λιώνει την πέτρα και να γίνεται ασβέστης, καθώς και να ψήνει τα τούβλα, δεν επέτρεπε στον πεζό να σταματήσει, γιατί η υψηλή θερμοκρασία σου «έκαιγε» το πρόσωπο και τα μάτια…
Λίγες δεκάδες μέτρα μακρύτερα, στη γωνία με την οδό Δράμας, συναντούσες το καφενείο «Η καλή καρδιά», το όνομα του οποίου πήρε η συνοικία πίσω απ’ αυτό, η σημερινή συνοικία της «Χαραυγής». Τότε φτάναμε συχνά μέχρις εκεί, γιατί στη σημερινή περιοχή αυτή-όλο χωράφια και περιβόλια-είχαν φτιάξει συγγενείς μας τα σπίτια τους. Τα σπίτια της πόλης, έστω αραιά, έφταναν μέχρι το σημερινό στρατόπεδο Μπουγά, τότε «Πυροβολικά», όπως τα έλεγαν και από εκεί, στα αριστερά, απλώνονταν τα απέραντα χωράφια, που έγιναν λίγο αργότερα οικόπεδα…
Στο τέρμα περίπου της οδού Αγιάς, πριν το τάγμα Μηχανικού δώσει τη θέση του στο 28ο Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας (ΑΤΑ), η περιοχή απέναντι από αυτό ήταν ατελείωτα χωράφια με λοφίσκους και ερημιά και αν θυμάμαι καλά ακαλλιέργητα. Όταν-καλοκαίρι ήταν, απόγευμα-με τη μητέρα μου πήγαμε να επισκεφθούμε κάποιον εξάδελφό μας, για να του ευχηθούμε τα «καλορίζικα» για το καινούργιο του σπίτι που έχτισε, χαθήκαμε και μας πήρε η νύχτα… Χωρίς ηλεκτρικό, καθισμένοι όλοι στην αυλή, ενώ οι μεγάλοι συζητούσαν, εγώ… αγνάντευα στο βάθος τους έρημους λόφους που διαγράφονταν τέλεια μέσα στο σκοτάδι…
Η οδός Αεροδρομίου, προέκταση της Γεωργιάδου, που οδηγούσε στην παλιά πύλη του στρατιωτικού αεροδρομίου, ήταν τότε η μοναδική οδός που συνέδεε την πόλη με την προσφυγική συνοικία των Μικρασιατών, τη Ν. Σμύρνη. Απέναντι από το σημερινό σούπερ μάρκετ «Γαλαξίας», στη θέση της μικρής πλατείας και πίσω, πάντα επί της οδού Αεροδρομίου, το νυχτερινό κέντρο «Φάληρο», ειδικά τα καλοκαίρια, συγκέντρωνε τους φανατικούς φίλους του λαϊκού τραγουδιού, αφού εκεί εμφανίζονταν γνωστοί τότε καλλιτέχνες του είδους. Θυμάμαι πως βρέθηκα κάποιο βράδυ και εγώ με μια παρέα της γειτονιάς, να παρακολουθώ απ’ έξω το πρόγραμμα του κέντρου, ενώ ο Π. Γαβαλάς με τη Δούκισσα, τραγουδούσαν το «Σιγανοψιχάλισμα»(1)
Σιγανοψιχάλισμα-Σιγανοψιχάλισμα
δάκρυ-δάκρυ πέφτουνε της βροχής οι στάλες
που να είσαι χάθηκες, να με σκέσεις βάλθηκες
έχω λίγες συμφορές, θα μου φέρεις κι άλλες
με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψυχάλες
Μια άλλη περιοχή στα βόρεια της πόλης, κάτω από το Φρούριο, τα Ταμπάκικα (Αμπελόκηποι), με τα άσπρα δίπατα συνήθως σπίτια, τις λουλουδιασμένες αυλές και τα γραφικά φιδωτά δρομάκια, έδινε έναν άλλο τόνο, ξεχωριστό, στη μονότονη ζωή της πόλης. Εκεί, όταν πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι αγαπημένου δευτεροξάδελφου και της γλυκύτατης γυναίκας του, της Μαρίνας, δεν θέλαμε να φύγουμε… Ξεκρεμούσε το ακορντεόν (μεσοφωνία) από τον τοίχο και έπαιζε για να μας διασκεδάσει βαλσάκια της εποχής: «Λες και ήταν χθες (δις) που φιλάκια σου’ δινα»(2).
Το γήπεδο του Αλκαζάρ, εκείνα τα χρόνια, δεν έκλεινε ποτέ. Εκεί γίνονταν οι μαθητικές γυμναστικές επιδείξεις, εκεί βλέπαμε αγαπημένες ομάδες να παίζουν στο χωμάτινο γήπεδο και τους αθληταράδες του στίβου (Γ. Λιόκος, Ν. Νικόδημος, Ν. Αραπατσάνης, Μ. Παπαλιάκος, Μικολίτσας, Καμάρας), να κάνουν απίστευτα ρεκόρ σε όλα σχεδόν τα αθλήματα… Εκεί είδαμε και την ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού με τους θρυλικούς παίχτες (όπως ο Βουτσαράς, ο Λινοξυλάκης, ο Πανάκης, ο Νεμπίδης) να παίζει με τοπική ομάδα.
Πώς να τα ξεχάσεις τώρα όλα αυτά… Είναι κολλημένα πάνω μας και μας συνοδεύουν στην πορεία μας.
(1) Σύνθεση των Π. Γαβαλά-Β. Βασιλειάδη: Ήταν το πρώτο τραγούδι του. Ηχογραφήθηκε το 1956.
(2) Ελαφρό τραγούδι των Αλ. Σακελλαρίου-Κ. Γιαννίδη.
Από τον Τάσο Πουλτσάκη