Συντελεί στη συγκεκριμενοποίηση του αντικειμένου της διαφοράς, στον προσδιορισμό των πραγματικών συμφερόντων των μερών, στην αποκλιμάκωση της έντασης και τον έλεγχο δυνατότητας επίτευξης μιας αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας, που θα τηρηθεί οικειοθελώς από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Οι δικηγόροι ως υποχρεωτικοί παραστάτες των μερών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτή. Αναδεικνύονται απαραίτητοι για τον νομικό έλεγχο αυτής και την κατάρτιση της τελικής συμφωνίας, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν γρηγορότερα αποτελέσματα, ενισχύοντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους και την εμπιστοσύνη στον νέο θεσμό.
Πριν τη διαμεσολάβηση ο δικηγόρος ως νομικός σύμβουλος του εντολέα του, εφόσον η διαφορά είναι δεκτική επίλυσης με διαμεσολάβηση, τον ενημερώνει γι’ αυτό, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων και τον προετοιμάζει, βοηθώντας τον στην επιλογή του διαμεσολαβητή.
Κατά το προκαταρκτικό στάδιο της προετοιμασίας για τη διαμεσολάβηση ο δικηγόρος συντάσσει μια περίληψη της υπόθεσης, που περιλαμβάνει συνήθως συνοπτική περιγραφή των γεγονότων και των νομικών διαδικασιών που πιθανότατα έχουν κινηθεί.
Κατά το κύριο στάδιο της διαμεσολάβησης ο δικηγόρος του κάθε μέρους ενεργεί ως σύμβουλος, μεριμνώντας για τα συμφέροντα του εντολέα του και συμμετέχοντας στις διαπραγματεύσεις, γνωρίζοντας ότι όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες διέπονται από τις αρχές της εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας και φροντίζοντας να λειτουργεί θετικά προς τον σκοπό εξεύρεσης αμοιβαίας αποδεκτής λύσης.
Περαιτέρω είναι αρμόδιος για τη διευθέτηση πρακτικών ζητημάτων που έχουν σχέση με την όλη διαδικασία, όπως ενδεικτικά για την επιλογή της ομάδας του εντολέα του, την προετοιμασία της εναρκτήριας δήλωσης, την κατάρτιση καταλόγου εγγράφων, τον εντοπισμό εμπιστευτικών εγγράφων, τη ρεαλιστική εκτίμηση των δυνατών και αδύναμων σημείων της υπόθεσης για τον εντολέα του, την εξεύρεση και αξιολόγηση προσφορών κατά τις διαπραγματεύσεις, την εκτίμηση του κόστους, τον εντοπισμό των νομικών θεμάτων σχετικά με την επερχόμενη συμφωνία κ.λπ.
Κατά το τελικό στάδιο κατάρτισης της συμφωνίας, που περιέχεται στο πρακτικό επιτυχίας της διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση της διαφοράς τους, ο δικηγόρος φροντίζει να αποτραπούν συμφωνίες που αντίκεινται σε διατάξεις δημοσίας τάξεως και μεριμνά για την άρτια καταγραφή της συμφωνίας, στην οποία θα αποτυπώνεται η κοινή επιθυμία των μερών με ακρίβεια, χωρίς ασάφειες, ώστε να διασφαλίζει τον εντολέα του. Συνυπογράφει το Πρακτικό Διαμεσολάβησης και δύναται να το καταθέσει στη Γραμματεία του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου για λογαριασμό του εντολέα του. Από την εν λόγω κατάθεση το πρακτικό διαμεσολάβησης αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον περιέχεται σε αυτό συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η παρουσία του δικηγόρου ως νομικού παραστάτη σε διαμεσολάβηση δεν αποτελεί μόνο νοητική και ψυχολογική πρόκληση, αλλά και απαραίτητο κομμάτι της «φαρέτρας» ενός μάχιμου δικηγόρου. Άλλωστε ο δικηγόρος ως εκ των εκπροσώπων της νομικής επιστήμης που επί σειρά ετών θεωρείται η «κορωνίς των επιστημών» και του νομικού κόσμου, αλλά κυρίως ως δημόσιος λειτουργός έχει χρέος να εξελίσσεται διαρκώς, να φροντίζει για τη συνεχή επιστημονική κατάρτισή του και να εμπλουτίζει τις επαγγελματικές του δεξιότητες προς όφελος των πολιτών, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.
Ολοένα και περισσότεροι δικηγόροι στη χώρα μας κατανοούν ότι υπάρχουν ιδιωτικές διαφορές που είναι δεκτικές σε εξωδικαστική επίλυση με διαμεσολάβηση. Καθημερινά συνειδητοποιούν ότι, για να είναι αποτελεσματικοί στο σημερινό επαγγελματικό τους περιβάλλον, πρέπει να εμπλουτίζουν τις ικανότητές τους, όπως επικοινωνία, κατανόηση πολύπλοκων καταστάσεων, υιοθέτηση κριτικής σκέψης, μαιευτική μέθοδο, επιμελή εκπόνηση των υποθέσεων, που ήδη ενισχύονται από τη συνεχή άσκηση της δικηγορίας, με νέες δεξιότητες και τεχνικές, πολλές φορές πιο προσαρμοσμένες στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, όπως η αποφυγή άσκησης επιρροής και πειθούς έναντι των άλλων, η ενεργητική ακρόαση, η ενσυναίσθηση, η ευελιξία, η εξοικείωση με τον ελαστικό - διαπραγματευτικό χαρακτήρα της διαμεσολάβησης. Προς τούτο πολλοί είναι οι δικηγόροι που εκπαιδεύονται σε ειδικά σεμινάρια για τον ρόλο τους ως νομικοί παραστάτες στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Εν κατακλείδι οι δικηγόροι που κατέχουν αυτήν την τεχνική διαθέτουν ένα ξεκάθαρο πλεονέκτημα στον μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης, καθώς αυξάνουν τις πιθανότητες να πετύχουν τη σωστή λύση, που πραγματικά θα ικανοποιήσει τον εντολέα τους, και ταυτόχρονα συμβάλλουν στη βαθμιαία προώθηση ενός πλήρους δικαιικού συστήματος.
* Από τη Γεωργία Αλεξανδρή – Μπασδέκη
Η Γεωργία Αλεξανδρή-Μπασδέκη είναι δικηγόρος παρ’ Εφέταις, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια Υ.Δ.Δ.Α.Δ.