Αφήνοντας προς στιγμήν στην άκρη το ποδόσφαιρο, ας επικεντρωθούμε στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του πλανήτη. Η «σύγκλιση» - η ιδέα ότι οι φτωχές χώρες αναπτύσσονται πιο γρήγορα από τις πλούσιες – είναι μια σημαντική ιδέα.
Σε μια πολύ φτωχή χώρα, η απόδοση μερικών απλών επενδύσεων είναι λογικά πολύ υψηλή. Η σύνδεση δύο πόλεων με έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο είναι σημαντικότερη από την προσθήκη μιας λωρίδας σε έναν υπάρχοντα δρόμο. Το ίδιο ισχύει για τα λιμάνια και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Το κεφάλαιο θα πρέπει έτσι να ρέει προς τις φτωχότερες χώρες κι εκείνες να αναπτύσσονται ταχύτερα από τις πλούσιες.
Έτσι λέει τουλάχιστον η θεωρία. Και ακούγεται λογικό όταν εξετάζει κανείς την εντυπωσιακή πρόοδο της Ιαπωνίας και της Γερμανίας μετά τον πόλεμο, της Νότιας Κορέας τις δεκαετίες του 1970 και 1980, της Κίνας, ακόμη και της Αιθιοπίας.
Όταν οι φτωχές χώρες αναπτύσσονται γρήγορα, οι άνθρωποι βγαίνουν από τη φτώχεια και οι παγκόσμιες ανισότητες μειώνονται. Αν λοιπόν η σύγκλιση ήταν η φυσική κατάσταση των πραγμάτων, θα αποτελούσε ένα πολύ καλό νέο. Η ιστορία όμως είναι διαφορετική. Την περίοδο 1820-1990 οι αποκλίσεις στην παγκόσμια οικονομία μεγάλωσαν. Και οι πλούσιες χώρες αύξησαν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εισόδημα από 20% σε 70%.
Έκτοτε η τάση έχει αντιστραφεί. Όπως επισημαίνει όμως ο Ρίτσαρντ Μπάλντουιν στο βιβλίο του «Η μεγάλη σύγκλιση», η αποκατάσταση της ισορροπίας αφορά μερικές μόνο χώρες. Από το 1970 ως το 2010, έξι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Κορέα, Ινδία, Πολωνία, Ινδονησία και Ταϊλάνδη) αύξησαν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο βιομηχανικό προϊόν από 0 σε 25%. Το μερίδιο των χωρών της G7 μειώθηκε από 65% σε 50%. O υπόλοιπος κόσμος έχει μείνει στάσιμος.
Οι οικονομολόγοι εγκατέλειψαν έτσι την ιδέα της σύγκλισης ως οικουμενικού φαινομένου. Αντ’ αυτού μιλούν για «υπό συνθήκη σύγκλιση» (conditional convergence). Η σύγκλιση δεν θα σώσει τη Βενεζουέλα ούτε τη Βόρεια Κορέα από τις καταστροφικές κυβερνήσεις, θα συμβεί όμως με έναν κατάλληλο συνδυασμό πολιτικής, θεσμών και τύχης. Το ποιος είναι αυτός ο συνδυασμός και γιατί ορισμένες χώρες δυσκολεύονται να τον πετύχουν παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα.
Ο καθηγητής Ντάνι Ρόντρικ έχει ανακαλύψει ενδείξεις ότι η απόλυτη σύγκλιση (unconditional convergence) συμβαίνει μεν, αλλά όχι για ολόκληρες οικονομίες, παρά για ορισμένους τομείς στις οικονομίες αυτές, όπως είναι τα μακαρόνια, τα πλεκτά ρούχα ή οι πλαστικές σακούλες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας κατά 4-8% τον χρόνο. Οποιαδήποτε επιχείρηση σχετίζεται με αυτή τη διαδικασία μπορεί να αναπτυχθεί γρήγορα, ανεξάρτητα από την πορεία της τοπικής οικονομίας.
Και έτσι φτάνουμε στο ποδόσφαιρο. Δύο οικονομολόγοι, η Μέλανι Κράουζε και ο Στέφαν Σιμάνσκι, αποφάσισαν να εξετάσουν κατά πόσο η υπόθεση της απόλυτης σύγκλισης ισχύει και για το ανδρικό ποδόσφαιρο. Η απάντησή τους είναι θετική. Το παλιό κλισέ, ότι δεν υπάρχουν εύκολοι αγώνες στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, είναι σήμερα πολύ πιο ακριβές απ’ ό,τι το 1950.
Ίσως να μην πρέπει να εκπλησσόμαστε. Όπως συμβαίνει και με τη βιομηχανία, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και οι καλές ιδέες αντιγράφονται. Το υψηλής κλάσης ποδόσφαιρο προσφέρει επίσης μιας παγκόσμια αγορά εργασίας. Ένας καλός παίκτης από μια αδύναμη εθνική ομάδα περνά τον περισσότερο χρόνο του σε έναν κορυφαίο σύλλογο μαζί με διαιτολόγους, προπονητές και παίκτες παγκόσμιας κλάσης. Είναι λογικό η εθνική ομάδα της χώρας του να αποκομίζει κέρδη.
Μπορεί κανείς να βγάλει διάφορα συμπεράσματα από όλα αυτά. Για την αυξανόμενη σημασία της γνώσης στην παγκοσμιοποίηση, ας πούμε. Για τις ευεργετικές συνέπειες του ανταγωνισμού. Για τα πλεονεκτήματα της μετανάστευσης. Το καλύτερο απ’όλα όμως είναι να βλέπουμε ποδόσφαιρο. Πρόκειται για ένα ανταγωνιστικό άθλημα που μπορούμε όλοι να απολαμβάνουμε.
Του Tim Harford
(*) Ο Τιμ Χάρφορντ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)