Ωστόσο ελάχιστα έχουν γραφεί, κι αυτά μάλλον ελλειπτικά κι αποσπασματικά, για την περίοδο που προηγήθηκε της βαλκανικής κρίσης που οδήγησε στην ανεξαρτησία του κράτους αυτού. Πριν μερικά χρόνια κυκλοφόρησε το ανωτέρω έργο του Γεώργιου Καλπαδάκη, αριστούχου διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκοντος στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Επίκαιρο λόγω των (τότε) εμπλοκών, και πάλι, του ζητήματος αυτού και των στενών περιθωρίων που διαθέτει η χώρα για την εξεύρεση λύσης, προσθέτει πολλές άγνωστες πτυχές - παραμέτρους στη διαχρονική εξέλιξη του θέματος. Ο συγγραφέας με διεισδυτικό πνεύμα και πυκνή γραφίδα, κατόπιν μιας ενδελεχούς αρχειακής έρευνας, αλλά και με μαρτυρίες ζώντων χειριστών του ζητήματος, προβαίνει σε μια ανάλυση όχι μόνο των ιστορικών δεδομένων αλλά και των ψυχολογικών επιπτώσεων που είχε η φάση «της σιωπής», όπως την αποκαλεί, από το 1962 μέχρι το 1991. Δύο κυρίως σημεία αποτελούν τη βασική συμβολή του Καλπαδάκη στην ιστοριογραφία του μακεδονικού: Το πρώτο είναι η συμβολή του στη διαλεύκανση των απαρχών του ζητήματος. Το πλούσιο αρχειακό υλικό που χρησιμοποιεί επιτρέπει στον ερευνητή να επεξηγήσει με πολύ ικανοποιητικό τρόπο, αφ’ ενός πώς καταλήξαμε στη, λίγο γνωστή, άτυπη «συμφωνία κυρίων» Αβέρωφ-Πόποβιτς, τον Δεκέμβριο 1962, υπείκοντες στις τότε διεθνείς γεωπολιτικές συγκυρίες, και αφ’ ετέρου πώς η συμφωνία αυτή, η οποία θα εγγυάτο την ομαλή εξέλιξη των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, («την ουδετερότητα της Γιουγκοσλαβίας και τις σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα») έθεσε, σε τελευταία ανάλυση, σε τροχιά την αυτονόμηση της εθνογενετικής πολιτικής της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» έναντι του Βελιγραδίου. Η συμφωνία αυτή απέβλεπε «στον μετριασμό της αρνητικής επίδρασης του μακεδονικού στις σχέσεις» Αθηνών – Βελιγραδίου και εγγυάτο ότι «το ακανθώδες αυτό θέμα δεν θα ανεκινείτο πλέον δημοσίως». Ενώ από την ελληνική πλευρά, οι κυβερνήσεις, σεβόμενες τη συμφωνία, αλλά και έχοντας ως προτεραιότητα άλλα εθνικά θέματα – το Κυπριακό, τις σχέσεις με την Τουρκία – απέφευγαν την όξυνση της κατάστασης, από την άλλη, οι αρχές των Σκοπίων εκμεταλλεύονταν τα δεμένα χέρια των Αθηνών για να προωθήσουν την πολιτική που συστηματικά θα καθιερώνονταν στην μεταπολιτική «ταυτότητα» του λαού της ομόσπονδης αυτής Δημοκρατίας. Για την Αθήνα, η πολιτική της «σιωπής», συνέπεια της συμφωνίας Αβέρωφ-Πόποβιτς, δημιούργησε ένα κενό πληροφόρησης της κοινής γνώμης. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες, είτε του Υπ. Εξωτερικών είτε της ΚΥΠ, δεν παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τις συστηματικές επιδιώξεις των Σκοπιανών αρχών. Το κενό είχε ως συνέπεια ότι ο λαός την κρίσιμη πια περίοδο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας «γνωσιακά αφοπλισμένος» δεν ήταν επαρκώς ενήμερος των όσων είχαν εμφιλοχωρήσει ώστε να διαμορφώσει την σωστή πρόσληψη. Το ενδιαφέρον είναι ότι καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο, για την ελληνική πλευρά είχε γίνει ατύπως αποδεχτό το μεικτό όνομα «Σλαβομακεδονία», το οποίο, εν συνεχεία, όταν επήλθε η διάλυση της γείτονος, απεκλείσθη παντελώς. Ωστόσο, ορισμένοι το θεωρούσαν ως το πλέον κατάλληλο να περιγράψει τη νέα οντότητα. Τουναντίον, μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα ανέπτυξε πολυσχιδή πολιτισμική δράση για την προβολή της ελληνικότητας της Μακεδονίας, η οποία οπωσδήποτε απέφερε καρπούς. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο, που όταν επέστη ο χρόνος, τόσο η κυβερνητική όσο και η μη κυβερνητική, λαϊκή, ετυμηγορία ετάχθη υπέρ της μαξιμαλιστικής φόρμουλας, ασχέτως των εξωγενών πιέσεων, η οποία περιόρισε τους επίσημους χειρισμούς, ακόμη και όταν έγινε σαφές στην ηγεσία ότι η γραμμή αυτή απέβαινε αδιέξοδη. Δεύτερη ουσιώδης συμβολή του συγγραφέα στην κατανόηση της τροπής που έλαβε το Μακεδονικό, αποτελεί η άσκηση της «Λαϊκής Διπλωματίας». Στο σχετικό κεφάλαιο περιγράφει/ καταγράφει κατά πολύ εμπεριστατωμένο τρόπο την παλλαϊκή εθνεγερσία γύρω από το ζήτημα του ονόματος τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’90, τις κινητοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών, της Εκκλησίας, της Μακεδονικής Επιτροπής και άλλων οργανώσεων, εντός και εκτός Ελλάδας, που παρά την εθνική ομοψυχία που υπεδήλωναν, εκπορεύοντο από «πλουραλισμό αντιλήψεων και αιτημάτων». Όμως, η κυβερνητική πολιτική τότε, κατά την κρίση μας, κατέστη όμηρος της λαϊκής ορμής κι εξέγερσης, ενώ απαιτούσε ευαίσθητους διεθνείς-διπλωματικούς χειρισμούς. Και, όπως καταλήγει ο Καλπαδάκης, η «ελληνική πολιτεία βράδυνε να αντιληφθεί τις συνέπειες που είχε η πολιτική της σιωπής στην πρόσληψη του θέματος». Από το ανάγνωσμα προκύπτει ότι δημιουργήθηκαν δύο πόλοι: οι ακραίες φωνές, συναισθηματικά φορτισμένες μεν, αλλά αποκομμένες από την ιστορική εξέλιξη του μακεδονικού, κι αυτές που με την αναγκαία νηφαλιότητα πρόβαλαν μια ορθολογική προσπέλαση, χωρίς εντούτοις, να καταφέρουν να επιβάλλουν την διορατικότητά τους. Σήμερα, οπλισμένοι με την αυτογνωσία που δύναται να αντληθεί από έργα όπως αυτό του Καλπαδάκη, η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί να αναπτύσσει τον αναγκαίο βηματισμό που απαιτείται στο διεθνές γίγνεσθαι απέναντι σε έναν αδιάλλαχτο γείτονα. * Πηγή: «Το Μακεδονικό Ζήτημα» (1962-1995) του Γεωργίου Καλπαδάκη-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο