Βεβαίως, εξίσου σοκαριστική είναι η αποκάλυψη ότι συγγενείς και γείτονες της οικογένειας, φαίνεται να γνώριζαν τα όσα συνέβαιναν στο σπίτι τόσα χρόνια, αλλά δεν μιλούσαν. Το ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι πώς γίνεται ορισμένοι, εντός ή εκτός οικογένειας, να γνωρίζουν κάτι τέτοιο και να επιλέγουν να μην ασχοληθούν, καθιστώντας έτσι τους εαυτούς τους συνένοχους. Σώπαιναν, είτε από φόβο, είτε από αδιαφορία, βυθισμένοι στα προσωπικά τους προβλήματα. Στο μυαλό μου έρχεται το φοβερό πείραμα των κοινωνικών ψυχολόγων, Τζον Ντάρλεϊ και Μπιμπ Λατάν, περί «απάθειας του παρευρισκόμενου», ή «διάχυσης της ευθύνης».
Κατ’ αρχάς, αφορμή για το πείραμα στάθηκε η δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας, της Κάθριν Τζενοβέζε, στην Αμερική το 1964, με 38 αυτόπτες μάρτυρες που έμειναν απαθείς κατά τη διάρκεια της πράξης. Η σκέψη των ανθρώπων αυτών «άστο, καλύτερα να μην μπλέξω, κάποιος άλλος θα βρεθεί να επέμβει», αποδείχτηκε μοιραία για τη νεαρή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, οι Ντάρλεϊ και Λατάν, αποφάσισαν να κάνουν το εξής πείραμα: ζήτησαν από εθελοντές να λάβουν μέρος σε μια συνομιλία όπου θα συζητούσαν με άγνωστους, πολύ προσωπικά θέματα. Κάθε συνομιλητής, θα βρισκόταν σε διαφορετικό δωμάτιο και θα συζητούσαν μέσω ενδοεπικοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένας από τους συνομιλητές, ύστερα από συνεννόηση με τους ψυχολόγους, θα πάθαινε κρίση επιληψίας. Η συνέχεια του πειράματος είναι και η πιο ενδιαφέρουσα μιας και οι δύο ψυχολόγοι ήθελαν να καταγράψουν τις αντιδράσεις. Όταν λοιπόν η συζήτηση γινόταν μεταξύ δύο ατόμων και ο ένας πάθαινε κρίση επιληψίας, το 85% των συνομιλητών, έβγαινε από το δωμάτιο και έψαχνε να βρει τον «επιληπτικό» για να τον βοηθήσει. Όταν όμως δινόταν η εντύπωση πως τους ακούν ακόμη τρία άτομα, μόλις το 31% βγήκε από το δωμάτιο, αναζητώντας τον «επιληπτικό», για παροχή βοήθειας. Το υπόλοιπο 69%, ενώ είχε ταραχτεί, δεν ήξερε τι να κάνει. Περίμενε ότι κάποιος άλλος θα τρέξει για βοήθεια κι έτσι δεν έκανε τίποτα, όπως στην περίπτωση δολοφονίας της Τζενοβέζε.
Στην κοινωνία μας, είναι σχεδόν υποκριτικό να «πέφτουμε από τα σύννεφα» κάθε φορά που βγαίνει στη δημοσιότητα μια τέτοια ιστορία. Υπάρχουν αρκετά παρόμοια παραδείγματα άλλωστε, τόσο παλαιότερα όσο και στη σύγχρονη Ελλάδα, με αποκορύφωμα ίσως την περίπτωση της κοπέλας από το Κωσταλέξι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αποτελεί κοινωνική ευθύνη του καθενός από εμάς που γνωρίζει παρόμοια περιστατικά, να μιλήσει με κάποιο τρόπο και να σταματήσει να περιμένει να αναλάβει πρωτοβουλία ο διπλανός του.
Τεράστια είναι η ευθύνη, για μια ακόμη φορά και των κοινωνικών υπηρεσιών. Πρέπει η ενασχόληση με ένα περιστατικό να είναι πιο λεπτομερής, πιο δραστική και να μην «κολλάει» σε γραφειοκρατικά ζητήματα. Βρισκόμαστε στο 2018, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό και όχι στο Κωσταλέξι του 1978. Κάθε άνθρωπος, κάθε οικογένεια στις μέρες μας, μπορεί να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, υγείας ή οικονομικά. Δεν πρέπει όμως τα προβλήματα αυτά να μας μετατρέπουν σε ανθρώπους με έλλειψη κοινωνικής ευθύνης και κοινωνικής συνείδησης. Το μόνο που θα καταφέρουμε έτσι, είναι να δημιουργήσουμε την κοινωνία του απόλυτου χάους και να ανήκουμε για μια ακόμη φορά, μόνο γεωγραφικά και στα λόγια στην Ευρώπη. Η περίπτωση της Λέρου λοιπόν, αποτελεί ιδανική ευκαιρία να εξετάσουμε πάλι κάποια πράγματα, όχι μόνο οι πολίτες αλλά και οι αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες πρέπει να αξιολογούν με μεγαλύτερη προσοχή κάποιες περιπτώσεις.
Κλείνοντας, έχει ενδιαφέρον να δούμε τα συμπεράσματα των Ντάρλεϊ και Λατάν, από το πείραμά τους. Οι δύο κοινωνικοί ψυχολόγοι κατέληξαν σε δύο συμπεράσματα: ένα απαισιόδοξο κι ένα αισιόδοξο. Σύμφωνα με το πρώτο, όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, όπως επίθεση ή ατύχημα, τόσο λιγότερο υπεύθυνος αισθάνεται ο καθένας, γιατί η ευθύνη καταμερίζεται ισομερώς στο πλήθος. Δηλαδή, γίνεται η λεγόμενη «διάχυση ευθύνης». Σύμφωνα με το δεύτερο, το αισιόδοξο, η αλληλεγγύη μπορεί να διδαχθεί. Δηλαδή αν ένας άνθρωπος ακούσει και μάθει για τη «διάχυση ευθύνης», θα είναι έτοιμος την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι μπροστά στα μάτια του ή μάθει κάτι, να αντιδράσει διαφορετικά, πιο δραστικά. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, μετά τη διάσταση των γεγονότων της Λέρου, είναι στο χέρι μας την επόμενη φορά να μην γίνουμε συνένοχοι.
Από τον Λάμπρο Αναγνωστόπουλο
* Ο Λάμπρος Αναγνωστόπουλος είναι κοινωνιολόγος
Βοήθημα:
Λόρεν Σλέιτερ, Το κουτί της ψυχής, Μετάφραση: Δέσποινα Αλεξανδρή
Εκδόσεις: Οξύ