Συμφώνως με το σχετικό ανακοινωθέν (30 Μαϊου 2018), «η Αγία και Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να επιληφθεί αυτού (του αιτήματος) και διενεργήση τα δέοντα υπό τους απαραβάτους όρους των ιστορικοκανονικών αρμοδιοτήτων και προνομίων του πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου». Αναμφιβόλως, πρόκειται για μια κατ΄ αρχήν θετική εξέλιξη για την επίλυση ενός προβλήματος, μιας ιδιαίτερης πτυχής στο όλο «Μακεδονικό» ζήτημα που ταλαιπωρεί το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας εδώ και 70 χρόνια (από της πραξικοπηματικής αυτοαναγορεύσεως της εκκλησιαστικής επαρχίας των Σκοπίων ως αυτονόμου «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το 1945, επί Τίτο, μέχρι σήμερα).
Η Εκκλησία των Σκοπίων από το 1967, οπότε ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της («αυτοκεφαλία»), θεωρείται σχισματική από όλα τα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η πρώτη, μάλιστα, εκ των Εκκλησιών που απεδοκίμασαν την πραξικοπηματική αυτοκεφαλία των Σκοπίων υπήρξε η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία τον Σεπτέμβριο του 1967, με απόφασή της υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (Κοτσώνη), τότε «Αριστίνδην» Ι. Συνόδου, θεώρησε ως «πάντη αντικανονικόν και άθεσμον τον τρόπον κατά τον οποίον ανεκηρύχθη εις αυτοκέφαλον η λεγομένη Μακεδονική Εκκλησία», και «κατά τα υπό των ιερών κανόνων επιτασσόμενα» διέκοψε «πάντα δεσμόν και πάσαν μετά των σχισματικών επισκόπων και λοιπών κληρικών αυτής επικοινωνίαν» (βλ. Χ. Μ. Ανδρεόπουλου, «Η σχισματική “Εκκλησία της Μακεδονίας”. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», Νομοκανονικά, 1/2018, σσ. 51-70, και ιδίως σ. 63).
Μια ουσιαστική απόπειρα επαναφοράς της σχισματικής «Εκκλησίας της Μακεδονίας» στην κανονικότητα έγινε μια δεκαετία μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων (1991) και συγκεκριμένα τον Μάιο του 2002, όταν εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Σερβίας και της (αυτοαποκαλούμενης ως «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας») Εκκλησίας των Σκοπίων συναντήθηκαν στην πόλη Νις της Σερβίας και υπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας που προέβλεπε η Εκκλησία των Σκοπίων να ονομάζεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος – Σκοπίων» (χωρίς, φυσικά, τον προσδιορισμό «μακεδονική» και με το δεύτερο συνθετικό – το «Σκοπίων» - να οριοθετεί με σαφήνεια τα δικαιοδοσιακά όρια της εν λόγω Εκκλησίας) και να της δοθεί ευρεία αυτονομία. Ωστόσο, ύστερα από πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων της FYROM, τον Ιούλιο του 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Σκοπίων απέρριψε το προσχέδιο που είχαν υπογράψει ένα μόλις μήνα πριν εκπρόσωποί της στο Νις και έτσι το αδιέξοδο παρέμεινε. Με την πρόσφατη υποβολή του αιτήματος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για διευθέτηση του προβλήματος, επί τη βάσει της «Συμφωνίας του Νις», διανοίγεται μια νέα, ελπιδοφόρα προοπτική, καθώς διαφαίνεται στον ορίζοντα λύση η οποία και στην κανονική τάξη ανταποκρίνεται (δια της, επί της ουσίας, αποδοχής της προτάσεως του Πατριαρχείου της Σερβίας - στην κανονική αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η Εκκλησία των Σκοπίων – για το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος») και την ιστορική αλήθεια αποκαθιστά (δια της απαλείψεως από το όνομα της εν λόγω Εκκλησίας του όρου «Μακεδονία» και των – όποιων - παραγώγων του, όπως επιτακτικά είχαν ζητήσει τον περασμένο Ιανουάριο, με παρέμβασή τους στον Ελληνα Πρωθυπουργό ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Εν συμπεράσματι: Η εξέλιξη, ως κατ΄ αρχήν θετική, επιτρέπει τη συγκρατημένη αισιοδοξία. Οπωσδήποτε δεν πρέπει να βιαζόμαστε και θαρρώ ότι θα πρέπει να εμπιστευτούμε στους χειρισμούς τους το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο της Σερβίας. Ο Θεός να δώσει να κλείσει το συντομότερο αυτή η πληγή στο σώμα της Ορθοδοξίας.
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής Β/θμιας Εκπ/σης, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr).