Στο καρπό του χεριού του, είχε ένα γεράκι που καθόταν εντελώς ήσυχο. Οι νεαροί άντρες εκείνη τη στιγμή αστειευόταν, για τις επιτυχίες τους και το σημάδι τους. Ο γρήγορος καλπασμός αλόγων που ακούστηκε να πλησιάζει προς το μέρος τους, διέκοψε τα αστεία και τους έθεσε αμέσως σε επιφυλακή, κάποιοι απ’ αυτούς όπλισαν τα τόξα τους.
Ο συναγερμός όμως έληξε σιωπηρά, όταν από μακριά αναγνώρισαν τον επικεφαλής της συνοδείας που τους πλησίαζε. Ήταν ο βασιλιάς τους. ¨Ο Ιωάννης Γ΄Δούκας Βατάτζης¨, ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας, ο αυτοκράτορας της δυτικής Ανατολίας που εκτείνονταν από το Αιγαίο και έφτανε ως τη Μαύρη θάλασσα. Ο συνετός κυβερνήτης ξεχώριζε, όχι όμως από την αυτοκρατορική του φορεσιά και τους δυο πορφυρούς σταυρούς στους ώμους, αλλά παρά μόνο, γιατί κάλπαζε ανάμεσα στα λάβαρα με τον δικέφαλο αετό. Όταν τους πλησίασαν αρκετά, όλοι έσκυψαν το κεφάλι τους σε ένδειξη σεβασμού. Μόνο τα μάτια του νεαρού με τα μεταξωτά ρούχα σπίθισαν, καθώς αντίκρισε τον μεσήλικα άνδρα. «Καλή σου μέρα πατέρα», βροντοφώναξε και του χαμογέλασε με θέρμη, μα αντί για απάντηση ο γηραιός βασιλιάς τον προσπέρασε, δεν του αντιγύρισε τον χαιρετισμό του και δεν του έριξε ούτε μια ματιά, παρά μόνο συνέχισε τον καλπασμό του με την πολυάριθμη συνοδεία του. Τα μάτια του ήδη κοίταζαν τώρα προσηλωμένα, τα κίτρινα στάχυα που ανέμιζαν απ’ άκρη σε άκρη στην επικράτειά του.
Το πριγκιπόπουλο έδειξε αμέσως να στεναχωριέται, βάραινε η καρδιά του απότομα, αιφνιδιάστηκε και θίχτηκε από την αδιαφορία του πατέρα του, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το γιατί. Γιατί ο βασιλιάς, γιατί ο ρήγας του έφυγε έτσι και έκανε σαν να μην τον είδε; Αυτός που ήταν ευπρόσιτος σε όλους, φέρθηκε έτσι στον ίδιο του τον γιό! Συνέχισε τον υπόλοιπο δρόμο εντελώς σιωπηλός και συλλογισμένος, μα άκρη δεν έβγαζε ο νους του. Τα αστεία της παρέας του σταμάτησαν.
Ο Αυτοκράτορας Βατάτζης, κοίταζε τώρα τα εύφορα χωράφια που κάποτε ήταν άγονα και τα θαύμαζε. Πάντοτε συνήθιζε να λέει πως η κρυμμένη γη, με τη δουλειά θα εμφανιστεί, αρκεί να βρεθούν τα χέρια που θα την αλλάξουν και θα την εμφανίσουν. Σταματά το άλογό του, μιλά με τους ανθρώπους που σκάβουν τη γη, σαν ίσος προς ίσο. Μιλούν για τον καιρό που καλά κρατεί, μέχρι που σάλπιγγες ακούγονται από μακριά, πάνω από τους πύργους και τον καλούνε. Σημάδι πως κάποιος μαντατοφόρος ήρθε στο παλάτι με σημαντικό μήνυμα. «Ο καθένας στην δουλειά του», λέει και προσφέρει το χαμόγελό του. Τα λάβαρα με το δικέφαλο αετό προπορεύονται ξανά, για το δρόμο της επιστροφής. Δεσπόζουν με τις μεγάλες φτερούγες τους, ανεμίζουν δίπλα στον αυτοκράτορα, το ένα κεφάλι κοιτάζει δεξιά, το άλλο αριστερά, σε ανατολή και δύση. Με τη ρομφαία στο δεξί πόδι του αετού και την υδρόγειο με το σταυρό στο αριστερό. Το ράμφος του αετού είναι ανοικτό και η γλώσσα κρέμεται απειλητικά, προς όλους τους εχθρούς της αυτοκρατορίας.
Το φως της μέρας λιγόστεψε, κάποιοι τεχνίτες που λάξευαν τους λίθους και τους έδεναν με λάσπη στη σειρά, ενισχύοντας κάποια οχυρωματικά έργα, σταμάτησαν τη δουλειά, για να επευφημήσουν με ενθουσιασμό τον άρχοντά τους, καθώς περνούσε τα τείχη της πόλης του.
Η ώρα του βραδινού δείπνου πλησίαζε, το νεαρό πριγκιπόπουλο συνέχιζε να είναι σκεφτικό και στεναχωρημένο. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει ο Ρήγας του τις συζητήσεις με την ξένη αντιπροσωπεία. Η τελετουργική ατμόσφαιρα της συνάντησης και της ακρόασης των πρεσβειών κάποτε τελείωσε και αθόρυβα έβγαιναν τώρα οι ξένοι πρεσβευτές, οι οποίοι δεν έκρυβαν την ανακούφιση που ένιωθαν και την ευγνωμοσύνη τους, για τον χαρισματικό ηγέτη, με τους απλούς τρόπους και την μεγάλη διαλεκτική ικανότητα. Η εθιμοτυπία στα δικά του ανάκτορα, δεν ήταν τόσο αυστηρή και κουραστική, όπως σε άλλα παλάτια.
Η σιωπή είναι κατανυχτική στο δείπνο. Κάποτε βρήκε το θάρρος ο γιός του αυτοκράτορα και πλησίασε προς το μέρος του. Ήθελε επιτέλους να ξεδιαλύνει τι έκανε και πείραξε τον πατέρα του και μήτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Να μάθει που έφταιξε και του φέρθηκε έτσι μπροστά σ’ όλους τους φίλους του. Ο πατέρας του κατάλαβε την απορία του, μ’ ένα γνέψιμο των ματιών του, οι αυλικοί και η ολιγομελής φρουρά του, τους άφηναν μόνους.
« Η ζωή μας δεν πρέπει να χτίζεται πάνω σε λανθασμένα θεμέλια. Ο πλούτος των βασιλέων παιδί μου, ανήκει στον λαό, γι’ αυτό να μην είσαι ποτέ σου πομπώδης ούτε να φέρεσαι αλαζονικά, φορώντας πολυτελή και φανταχτερά ρούχα, γιατί αυτά τα χρυσοΰφαντα, είναι βγαλμένα από το αίμα του λαού μας. Κάθε έξοδό μας, πρέπει να γίνεται για την ίδια την χώρα μας και τους κατοίκους της. Πρέπει να δίνεις και να μοιράζεις και όχι μόνο να μαζεύεις πλούτο».
«Μακάριοι οι αγαπήντες την ευπρέπειαν του οίκου σου».
Είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθεις ακόμη, αλλά το κυριότερο είναι πως πρέπει να μάθεις να ζεις με απλότητα και χωρίς έπαρση και το κυριότερο να είσαι ελεήμων».
Το αρχοντόπουλο έφερε το ποτήρι με το κρασί στα χείλη του, δίχως όμως να πιεί, κοιτώντας στα μάτια το ασκητικό πρόσωπο του ρήγα του. Στην αρχή τα λόγια του τον έφεραν σε αμηχανία, αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν προστατευτικός, στοργικός, χωρίς ίχνος εξουσίας και τον έκαναν να καταλάβει γρήγορα την αξία τους και το πόσο έσφαλε στα μάτια του ταπεινού αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος, υποκλίθηκε και απομακρύνθηκε φανερά στεναχωρημένος. Είχε καταλάβει το λάθος του.
* Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη