Συνυφασμένα πράγματα η αλήθεια και το ψέμα, δεσμοί και πόλοι ζωντανοί, στις ανθρώπινες κοινωνίες πάντοτε και για πάντα, θα έχουνε οι άνθρωποι τα δυο μαζί στον κόσμο, σε όλους τους πολιτισμούς, όπως τα είχανε στον γήινο πλανήτη, το ψέμα και την αλήθεια – έτσι δε λεν στα παραμύθια;…
Ό,τι κι αν πεις, όποια κουβέντα κι αν αρχίσεις, τους δύο δεσμούς πλεξούδα θα τους κάνεις, πλεξούδα από ψέματα κι αλήθειες αναλόγως, με σχήματα αφήγησης του λόγου και της τέχνης, με πλάνες απερίγραφτες κι ανάλογη σοφία. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία της κουβέντας, μαθαίνουμε όλοι, πόσο σημαντικά είναι τα ψέματα μες στη ζωή, πόσο γερά αγκωνάρια είναι στο κτίσιμο του λόγου. Πάνω σ’ αυτό το δίπολο, στην αλήθεια και στο ψέμα. Στο φως και το σκοτάδι, φτιάχνεται το παραμύθι της διήγησης, της έκφρασης του λόγου. Έτσι δεν είναι στη ζωή; Στα όποια μας παιχνίδια που ζούμε καθημερινά; Με τις αυταπάτες που τρεφόμαστε;
Ακόμα κι ο σοφότερος ο άνθρωπος του κόσμου, ο μέγιστος, ο καλύτερος αρχαίος λογοπλάστης, που τ’ όνομά του ξέρουμε (ήτανε ο Σωκράτης) όταν τον δικάζανε οι Πραιτοριανοί, για τις αλήθειες που έλεγε στον κόσμο, στους ανθρώπους, για ν’ ακουστούνε φώναζε και έλεγε τα πλήθια, π’ αξίζει να θυμίσουμε κάποια του αποστροφή, της ιστορικής του απολογίας. Όταν ακούει τους δικαστάδες του να λένε «παραμύθια» … (σε πραγματεία Κ. Βάρναλη): «Ε, λοιπόν θα σας πω κι ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! ω! άντρες Αθηναίοι. Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτίσανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: «Ψηλά τα χέρια!» Θέλουμε το καλό σας. Δε θα σας πάρουμε τα φτυάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας τα πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, που μπάζουνε νερά σα βρέχει. Είσαστε λεύτεροι! – (Ψηλά τα χέρια!). Λεύτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορεύετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε. Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις… αλήθειες. Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ’ αισθαντική καρδιά, θα σας δώσουμε και αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται! Ο κυρίαρχος Λαός θά ’σαστε σεις! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής σας, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε κατά πως θέλετε κι όποτε θέλετε. Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. Και για να μην θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ’ εμείς κ’ εσείς το ίδιο δόσιμο στο κράτος – στον εαυτό μας! Κ’ εσείς κ’ εμείς θα έχουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που να προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κι εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας. Και για να μην πλακώσουν απ’ άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν’ αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, για να μπορείτε να διαφεντεύετε τους θεούς σας, τον εαυτό σας κ’ εμάς, δηλαδή την πατρίδα. Να σκοτώνεστε εσείς και να ζούμε εμείς. Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρω σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράμα μονάχα σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορείτε να κλέψετε κ’ εμάς».
Γελάτε… και με το δίκιο σας. Τέτοια παράξενη πολιτεία μήτε έγινε μήτε θα γίνει ποτές! Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω!... Μονάχα ένα σας λέω: «Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισίας παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του θεού και στους νόμους των κλεφτών. Μήπως αυτό δε γίνεται σήμερα;… Τι κι αν περάσανε δυόμισι χιλιάδες χρόνια από την εποχή εκείνη τη Σωκρατική, την προσωκρατική και την Πλατωνική που λέμε. Στα ίδια αχνάρια απάνω περπατούμε σε τούτο τον ψευτόκοσμο που ζούμε.
Από τον Δημήτρη Τσικούρα
Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης, ποιητής και ιστορικός μελετητής.