Ο αιώνιος χίπης Τζίμης Πανούσης δεν είναι πια μαζί μας. Αν κι ήταν «αρκετά γέρος για ροκ, πολύ νέος για να πεθάνει» όπως τραγούδησαν οι Jethro Tull, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι στους ουρανούς, αφήνοντας πίσω τις μελωδίες, τους στίχους με το χιούμορ, το συχνά αθυρόστομο αλλά με βαθιά πάντα νοήματα.
Ο Τζίμης υπήρξε καταθλιπτικά ευαίσθητος όσο και σκληρός. Το καλλιτεχνικό του έργο «αυστηρώς ακατάλληλο για ανήλικους κάθε ηλικίας» όπως συνήθιζε να λέει. Χλεύασε τον κάθε μορφής οπαδισμό που έφτανε στην ποδοσφαιροποίηση με το «όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες». Κορόιδεψε τον μιμητισμό και τον λαϊκίστικο εθνικισμό, τα «τσολιαδάκια made in Japan» και το «Νεοέλληνα» που «θέλει να γίνει σαν Αμερικάνος, του αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος». Τραγούδησε για τις πληγές των ομοφυλόφιλων ατόμων και μίλησε με το «γυφτάκι» για τη σκιώδη εξουσία, «τους κοπαδίτες, τους μουγκούς, τους σιωπηλά πλειοψηφούντες... δουλειές με φούντες».
Αν κι είχε πατέρα που εξορίστηκε για χρόνια στη Μακρόνησο, ελεύθερος όπως ήταν στο πνεύμα, άσκησε σκληρότατη κριτική στην αριστερά. Ορκισμένος εχθρός του κάθε ολοκληρωτισμού, έγραψε το βιβλίο «ο Στάλιν σκέφτεται για σένα στο Κρεμλίνο» και χαρακτήρισε τους αριστερούς κωλοτούμπες «ιδιοτελείς». Πάντοτε καυστικός κι αιρετικός δίχως ταμπού, προκάλεσε τα χρηστά και πολιτικά ήθη. Χλεύασε το βόλεμα και την υποκρισία, «δουλειά και οικογένεια και πράσινη γραβάτα», «τσανακογλύφτες που πιάσανε τα πόστα». Στηλίτευσε το πλαστικό, τον καθωσπρεπισμό και τη διαφημιζόμενη φιλανθρωπία, στοχοποιώντας τις δωρεάν συναυλίες προβεβλημένων καλλιτεχνών. Όντας αντισυστημικός κι απρόβλεπτος, ποτέ δεν είχε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με το μέρος του. Αυτοδίδακτος κι αυτοδημιούργητος καλλιτέχνης ο Τζίμης, δεν άντεξε να είναι υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα, αρνούμενος όπως έγραψε στην παροιμιώδη παραίτησή του να είναι «μισθωτός σκλάβος»! Εξέδωσε οχτώ βιβλία και το περσινό καλοκαίρι αξιώθηκε να παίξει Αριστοφάνη στην Επίδαυρο…
Η γενιά μας τον έζησε το 1982 στα δικαστήρια της Λάρισας με τις «Μουσικές Ταξιαρχίες» του και στις αντικομφορμιστικές συναυλίες του σε χειμερινούς κινηματογράφους. Τον άκουσε στο θρυλικό «Κύτταρο» της Αθήνας όπου είχε επιστρέψει τελευταία. Ήδη από τη δεκαετία του ’90, το κοινό του απαρτίζονταν από ανθρώπους κάθε άλλο παρά περιθωριακούς. Αξέχαστη θα μείνει η τελευταία παρουσία του Τζίμη στην πόλη μας, το 2016. Ήταν ξανά όλοι εκεί, αυτή τη φορά με πολύ λιγότερα και γκρίζα μαλλιά. Το ίδιο συναίσθημα του ροκ της εφηβείας μας, του ροκ του μέλλοντός μας, ώριμο και γλυκό σαν παλιό κρασί. Κι ο Τζιμάκος ίδιος κι απαράλλαχτος, με τα γνωστά παλιά του τραγούδια αλλά και τα καινούργια του. Πάντοτε επίκαιρος μουσικά και στιχουργικά, να αλληλεπιδρά με χιούμορ, θέλοντας πάντα να αφήσει προβληματισμούς. Ένιωθε πάντα τον κοινωνικό παλμό κι έλεγε ότι «τα όρια της σάτιρας είναι πάρα πολύ αυστηρά και σου τα καθορίζει το κοινό».
Τίτλοι τέλους λοιπόν για τον μοναχικό αναρχοαυτόφωτο καλλιτέχνη. Τέλος εποχής για όλους εμάς που τον αγαπήσαμε, τραγουδήσαμε και παίξαμε τα τραγούδια του. Για όλους όσοι δεν εντάχθηκαν σε κομματικά στρατόπεδα διεκδικώντας μια χρεοκοπημένη εξουσία. Αλλά και για όσους διαψεύστηκαν προσδοκίες κι όνειρα, διαπιστώνοντας «κάγκελα παντού». Γιατί ο Τζίμης που δεν φυλάκιζε σκέψεις και λόγια, δεν φυλακίστηκε πουθενά παρά μόνον στην δική του εσώτερη κατάθλιψη. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό πόνεσε βαθιά το θάνατο του αδερφού του, δηλώνοντας δημόσια ότι «έψαχνε ταράτσα να πηδήξει». Ωστόσο, ως δημιουργικός καλλιτέχνης, ήθελε να φύγει στο σανίδι όρθιος, πριν τον μαραζώσει η οποιαδήποτε συνταξιοδότηση. Γι αυτό κι αφιέρωνε πάντα στη μητέρα του το «εσύ κοιλοπονάς μα εγώ δεν βγαίνω, να ξαναγεννηθώ δεν την παθαίνω». Έτσι ελεύθερος, έφυγε σαν τον αέρα που τον ενώνει με την αστρική σκόνη του Σύμπαντος. Ραντεβού λοιπόν εκεί ψηλά, ξανά στις συναυλίες σου, Τζίμη μας!
* Από τον Μιλτιάδη Γ. Δεληχά
Ο Μιλτιάδης Γ. Δεληχάς είναι διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ.