Είναι γνωστό ότι ο Νεοέλληνας είναι «ευαίσθητος» σε ότι έχει να κάνει με τα εθνικά του θέματα, είναι άλλωστε το λιγότερο που μπορεί να προσφέρει ως ανταμοιβή για την καταχρηστική εκμετάλλευση του βαρέως ονόματος που φέρει στην σύγχρονη εποχή.
H γενεσιουργός αιτία του κακού έχει την ρίζα του στην άποψη που έχει ο Νεοέλληνας για την ιστορία του. Η Μακεδονία δεν είναι ελληνική κατ' ανάγκη, αλλά ταυτίζεται υποχρεωτικά με την Ελλάδα. Δεν είναι Ελληνική, διότι το βεληνεκές και ο αντίκτυπος αυτής στα χρόνια του Αλεξάνδρου, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην παγκόσμια ιστορία, ενώ επηρέασε την διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου σε ένα βαθμό. Αλίμονο, εάν βάζαμε σύνορα στην ιστορία μας, μέσα από την προσπάθεια επίμονης ανάδειξης της ελληνικότητας αυτής, γιατί η ιστορία μας είναι παγκόσμια και ανήκει στο πάνθεον των μεγαλύτερων πολιτισμών του κόσμου που συντάραξαν και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Στην βάση αυτού του συλλογισμού δεν μπορούμε -πρωτοφανές για την διεθνή πολιτική- να υποδείξουμε σε ένα ξένο κράτος το όνομα με το οποίο επιθυμεί να αποκαλείται και μάλιστα όταν αυτό εν μέρει ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Αφετέρου, τέτοιοι μεγάλοι πολιτισμοί, όπως ο δικός μας (της Κίνας κοκ) δεν επιδέχονται κτήσης, επειδή ακριβώς είναι μεγάλοι, ανήκουν στην παγκόσμια κληρονομιά.
Αυτό όμως που έχει ύψιστη σημασία είναι ο τόπος και ο γενέθλιος τόπος αυτού του πολιτισμού υπάρχει και χαρακτηρίζεται από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Δεν είναι δικό μας το όνομα για να το δώσουμε, αλλά της ευρύτερης περιοχής.
Η υστερία του Νεοέλληνα απορρέει από δύο δεινά. Αφενός, από την αναξιοπιστία που αποπνέει η ελληνική πολιτική ηγεσία αλλά και η γενικότερη υποβάθμιση του πολιτικού κόσμου της χώρας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι το συγκεκριμένο θέμα δεν στάθηκε ικανό λύσης από τεράστιες προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, με ευρεία αποδοχή από τον διεθνή παράγοντα και βαρύτητα του λόγου τους. Αφετέρου, η δεύτερη πηγή της σύγχυσης έχει να κάνει με τον Νεοέλληνα αυτό καθεαυτόν. Έναν άνθρωπο, που αφομοιώθηκε μέσα στον χρόνο, από τον Οθωμανικό και Βαλκανικό τρόπο σκέψης. Αυτόν που επίμονα θέλει να πετάξει την ρετσινιά του Βαλκάνιου και να μοιάσει στους Ευρωπαίους (με κάθε κόστος ) ενώ ταυτόχρονα ο Ευρωπαίος θέλει να μοιάσει σε αυτόν. Υποεκτιμάει τον πολιτισμό του, αφού εισάγει πολιτισμό αντί να εξάγει, αρνείται να διδάξει τις τέχνες, τα γράμματα το θέατρο και την γλώσσα του. Αρνείται να κάνει το χρέος του, κρατώντας τον θησαυρό του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αυτή είναι και η κυριότερη διαφορά μας με τον αρχαίο πρόγονο μας, τον κάτοικο αυτής της ευρύτερης περιοχής της Ελλάδας, εκείνος θα έβλεπε ευκαιρίες, εμείς βλέπουμε εχθρούς.
Όπως έλεγε και ένας από τους μεγάλους : «είμαστε πολύ για το τίποτα και λίγο για το κάτι». Μία πολιτεία που δαπανάει πολύτιμη ισχύ για το τίποτα, ένας λαός που εκτονώνεται ανούσια σε πατριωτικά παραληρήματα, στα χρόνια μιας ανήλεης κρίσης. Το «κάτι» είναι ο δύσκολος και πιο ουσιαστικός δρόμος όπου πάλι δεν ακολουθεί ο Νεοέλλην, είναι ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης σε οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων, η εξαγωγή του πολιτισμού μας και η μύηση των λοιπών λαών στον ελληνικό τρόπο σκέψης και κουλτούρα. Η εποχή των βασιλιάδων και των στρατιωτικών επεμβάσεων πέρασε. Το όνομα είναι η επιφάνεια, η εξαγωγή πολιτισμού είναι η ουσία.
Του Παύλου Τσιώκα*
* Ο Παύλος Τσιώκας είναι φοιτητής τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας