Η Μαίρη Χατζηλάκου ήταν ένας άνθρωπος μοναδικός. Όχι για μία του επιλογή, όχι για μία του στάση, όχι για μία του δράση, αλλά για όλη του τη ζωή σε κάθε της έκφανση και καθημερινή πτυχή. Γιατί πορεύτηκε τη ζωή της ενεργά, με άποψη, με συνεχή εγρήγορση, με αέναη διανοητική επεξεργασία και παρατηρητικότητα, με σταθερή και ουσιαστική συμμετοχή σε ό,τι κάθε φορά είχε αποφασίσει να συμμετάσχει. Αισθαντική, διεισδυτική, ευαίσθητη, ακάματη στάθηκε αδιαπραγμάτευτα δίπλα σε όλους όσοι το χρειαζόταν, σε μία προσφορά αειφόρου αγάπης και ήρεμης σοφίας που σφράγισε και θα σφραγίζει τις ζωές εκείνων που είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν και να τρυγήσουν από την ποιότητα της αύρας της.
Η Μαίρη Χατζηλάκου ήταν μοναδική, αν και θα έλεγε κανείς ότι δεν την ξεχωρίζει κάτι από χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις της γενιάς της: μία ολόψυχα αφοσιωμένη σύζυγος, μητέρα και γιαγιά, έτοιμη να παραμερίσει τα πάντα για να σταθεί βοηθητική δίπλα στους αγαπημένους της, μία ευφυής και βαθυστόχαστη γυναίκα που εμποδίστηκε από τις κοινωνικές αγκυλώσεις και συμβάσεις της εποχής της, όπως χιλιάδες άλλες γυναίκες της γενιάς της, να σπουδάσει σε ανώτατο επίπεδο. Θα έλεγε κανείς, αυτό το σχήμα ζωής ήταν - και ακόμα εν πολλοίς είναι - κοινό σε πάμπολλες περιπτώσεις γυναικών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη Μεσόγειο. Τι κάνει, επομένως, μοναδική την Μαίρη Χατζηλάκου; Αυτό που την κάνει μοναδική είναι το ασύλληπτο βάθος, η εκτυφλωτική ποιότητα, το εύρος της διανοητικής και συναισθηματικής επεξεργασίας που αφιέρωσε σε αυτό που έκανε, κάθε στιγμή και κάθε ώρα της ζωής της.
Η Μαίρη Χατζηλάκου, παράλληλα με την εγρήγορση και τη φιλομάθεια, διέθετε έναν εντυπωσιακό αναλυτικό στοχασμό που τη βοήθησε γρήγορα να διαμορφώσει την τρυφερά ατσάλινη αρματωσιά της: να διαμορφώσει, πρώτα, η ίδια έναν χαρακτήρα πλήρη, αυθεντικό, αυτάρκη, απαλλαγμένο από πλέγματα, αυταρέσκειες και κενοδοξίες. Τούτο, με τη σειρά του, της άνοιξε τον δρόμο της αγάπης και της ενσυναίσθησης - τη δυνατότητα δηλαδή, να μπαίνει στη θέση του άλλου ώστε ήρεμα, σταθερά, διακριτικά και ανυποχώρητα να τον καθοδηγεί και να τον υποστηρίζει στη ζωή και στους στόχους του. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και καμώματα, αλλά με άποψη ζωής, ήθος, και αρχές –και, εξ αυτού, με γλυκιά συμπαράσταση συνδυασμένη με την ευεργεσία της ήρεμης αυστηρότητας.
Η αναλυτικότητα της σκέψης, σε συνδυασμό με τη συνθετικότητα και συνδυαστικότητα του στοχασμού της, έκαναν την Μαίρη Χατζηλάκου να ξεχωρίζει ακόμα και ανάμεσα στο ευρύτερο οικογενειακό της περιβάλλον που περιλαμβάνει έναν εντυπωσιακό αριθμό ατόμων με υψηλότατες σπουδές, τρανταχτά πανεπιστημιακά διπλώματα και ηχηρούς ακαδημαϊκούς τίτλους. Και τούτο γιατί η γυναίκα αυτή που δεν σπούδασε σε ανώτατο επίπεδο, που δεν διέθετε τίτλους ακαδημαϊκούς παρά ουσία ζωής και προσφοράς, έκανε έναν κύκλο ζωής που περιελάμβανε πεδία πολύτιμης συμβολής σε εκείνο που γνώριζε καλύτερα: στη μουσική προπαιδεία των παιδιών και των νέων.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980 η Μαίρη Χατζηλάκου ήταν σε θέση να κάνει τη διαφορά στον τομέα αυτόν. Με τα στοιχεία διεθνούς εμπειρίας που φρόντισε να συλλέξει, καθώς και με τις σκέψεις στις οποίες η ίδια οδηγήθηκε από τη βαθιά γνώση μουσικής που διέθετε, επεξεργάστηκε ένα σχήμα προωδειακής μουσικής κατάρτισης των παιδιών, το οποίο και εισήγαγε, με λαμπρά αποτελέσματα, στο Ωδείο Λάρισας. Χιλιάδες ώρες παρακολούθησης, παρουσίας και αμισθί εργασίας δίπλα στους μουσικούς και τους μαθητές του Ωδείου τής επέτρεψαν να διορθώνει συνεχώς τη μέθοδό της και να βοηθά απτά και ουσιαστικά τα πρώτα βήματα των παιδιών στη μουσική παιδεία και στην εκμάθηση των οργάνων. Η μέθοδος γρήγορα απέκτησε ευρείες εφαρμογές, που εκείνη βοήθησε να διαχυθούν ακόμα περισσότερο διδάσκοντας αμισθί εκατοντάδες μαθητές σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης. Χωρίς να κοιτά το ρολόι, χωρίς την παραμικρή υλική αμοιβή, επί δεκαετίες ολόκληρες, όρθια δίπλα στον μαθητή και στον εκπαιδευτικό, αυτός ο σπάνιος άνθρωπος προσέφερε στην κοινωνία του όσο λίγοι. Με ήθος, στόχο, όραμα, ανιδιοτέλεια, εντιμότητα και ακραία εργατικότητα.
Σε καιρούς δεινούς για τη χώρα, η Μαίρη Χατζηλάκου προσφέρει το παράδειγμα που περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε σήμερα, αλλά και στους καιρούς που έρχονται. Αποχαιρετήσαμε ένα σύμβολο που δεν πέθανε, ακριβώς γιατί σύμβολα τέτοιας αξίας δεν πεθαίνουν. Γιατί η Μαίρη Χατζηλάκου πορεύτηκε τη ζωή της ως σεμνός, χαμηλόφωνος θρίαμβος και ως σεμνός, χαμηλόφωνος θρίαμβος απεδήμησε, πλήρης ημερών, με τέλη της ζωής «ανώδυνα», «ανεπαίσχυντα», «ειρηνικά». Ήρεμη, δωρικά τρυφερή, στοχαστική, σοφή, ουσιαστική, σταθερή θα βρίσκεται δίπλα μας να μας θυμίζει τα μεγάλα της ζωής. Να μας ψιθυρίζει τα άφατα που πλάθουν άτομα και κοινωνίες και που οδηγούν -στο διηνεκές- σ’ έναν κόσμο καλύτερο.
Μαρία Δ. Ευθυμίου
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αυτό που μένει τελικά από τους ανθρώπους είναι η «προσέγγιση» του καθενός στα πράγματα. Η προσέγγιση στον χρόνο, η προσέγγιση στις καταστάσεις, η προσέγγιση στους ανθρώπους. Η ματιά και η στάση. Οι επιλογές και οι κινήσεις. Για την Μαίρη Χατζηλάκου μία μόνο προσέγγιση μπορώ να φανταστώ: σεβασμό, ουσία, δωρικότητα.
Είχα χρόνια να τη δω. Η αναβλητικότητα στην επικοινωνία, απόρροια της ατέρμονης καθημερινότητας. Συναντηθήκαμε και συνεργαστήκαμε πριν αρκετά χρόνια στον Εκδοτικό Οίκο «έλλα», στην πόλη μας. Με δέχτηκε στον χώρο της φιλόξενα και οικεία. Γνώριζα τα βιβλία του συζύγου της Γιώργου Χατζηλάκου, δεν γνώριζα όμως τη σχέση της ίδιας μ’ αυτό που ονομάζεται «βιβλίο». Ώσπου μια μέρα ήρθε στη ζωή μας «Το κοπάδι». Αυτό το αναπάντεχο πόνημα, που πήρε μορφή και υπόσταση χάρη στη διορατικότητα του εκδότη Αλέξανδρου Ζούκα και στην πίστη του στην αξία και την ιδιαιτερότητα αυτού του έργου, που ήταν γραμμένο από έναν βοσκό, τον Γιάννη Τασιούλη, με το ψευδώνυμο Γιάννης Τσέβρεχος.
Η Μαίρη Χατζηλάκου επιμελήθηκε γλωσσικά το κείμενο κι εγώ έκανα τις διορθώσεις. Οι εικόνες ήταν σχεδόν κινηματογραφικές: από τη μια η χειμαρρώδης παρουσία του θυμόσοφου βοσκού, με την αγωνία του δημιουργού στο πρόσωπό του και τις σακούλες σούπερ μάρκετ γεμάτες τετράδια και χειρόγραφες σημειώσεις στα χέρια του, ερχόμενος στη Λάρισα, στο γραφείο μας, μετά από τις κτηνοτροφικές του εργασίες. Από την άλλη, η σεμνή, αρχοντική, αξιοπρεπής και λιτή φιγούρα της Μαίρης Χατζηλάκου, που με συνέπεια, αθόρυβη εργατικότητα, επιμονή και υπομονή αντιμετώπιζε με σεβασμό τις σημειώσεις αυτές, προσεγγίζοντάς τες καλύτερα από τον καθένα μας, ακόμη και στην ντοπιολαλιά τους. Γιατί κατάφερε και «άγγιξε» βαθιά την αλήθεια του δημιουργού.
Το βιβλίο αυτό ήταν μία εκδοτική επιτυχία, ξεπερνώντας τις προσδοκίες όλων. Μια αποκάλυψη ενός άγνωστου κόσμου. Παρουσιάστηκε σε μία κατάμεστη αίθουσα στη Λάρισα, από Καθηγητές Πανεπιστημίου, όπως άρμοζε στο περιεχόμενό του, άρτια επιμελημένο. Γράφτηκαν κριτικές από ειδικούς σε μεγάλες εφημερίδες. Η Μαίρη Χατζηλάκου αντιμετώπισε, με συγκίνηση, ισότιμα τον άνθρωπο-συγγραφέα, τον γλωσσικό του πλούτο και τα ιδιαίτερα βιώματά του, τα απόλυτα εναρμονισμένα με την ελληνική γη, φύση και παράδοση, όπως θα έκανε και με κάθε άλλον λόγιο συγγραφέα.
Η Μαίρη Χατζηλάκου έκανε και έδωσε πολλά στον πολιτισμό -περισσότερα στον χώρο της μουσικής. Το πέρασμά της από τον χώρο του βιβλίου, για εμάς που το ζήσαμε, ήταν κάτι σπουδαίο. Η ανιδιοτέλειά της και η οπτική της βρήκαν χώρο να ανθίσουν ακόμη και στα τετράδια και τις σημειώσεις του απλού, αλλά σοφού, αυτού βοσκού, του οποίου «η χειραψία, ζέστανε πολλές φορές τις μοναχικές μας πορείες», όπως σημείωνε ο εκδότης, στον πρόλογο της β΄ έκδοσης, για τον συγγραφέα. Το ίδιο και η χειραψία της Μαίρης Χατζηλάκου, συμπληρώνει η γράφουσα...
Βασιλική Πανάγου, αρχαιολόγος