Λίγο αφότου έγινε αυτοκράτορας ο Ιούλιος Καίσαρας, αποφάσισε ότι το παραδοσιακό ρωμαϊκό ημερολόγιο χρειαζόταν άμεσα ριζικές αλλαγές. Εισηγμένο γύρω στον έβδομο αιώνα π.Χ. το ρωμαϊκό ημερολόγιο προσπαθούσε να ακολουθήσει το σεληνιακό κύκλο αλλά συχνά δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά. Στο σχεδιασμό του νέου ημερολογίου, ο Καίσαρας ζήτησε την ενίσχυση ενός αστρονόμου από την Αλεξάνδρεια, του Σωσιγένη. Αυτός τον συμβούλεψε να απομακρυνθεί εξ ολοκλήρου από την ιδέα της παρακολούθησης του σεληνιακού κύκλου και να ακολουθήσει το ηλιακό έτος. Με αυτόν τον τρόπο, το έτος υπολογίστηκε ότι αποτελείται από 365 ημέρες και 1/4 ημέρες. Από την πλευρά του ο Καίσαρας, πρόσθεσε 67 ημέρες στο 45 π.Χ. κάνοντας έτσι το 46 π.Χ. να αρχίσει την 1η Ιανουαρίου και όχι την 1η Μαρτίου όπως συνηθιζόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Επίσης καθιέρωσε την επιπλέον ημέρα στο τέλος Φεβρουαρίου κάθε τέσσερα χρόνια, κρατώντας έτσι θεωρητικά το ημερολόγιό του από το να πέσει έξω. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς την 1/1 δεν συνηθιζόταν, ούτε καν από αυτούς που έμειναν αυστηρά πιστοί στο Ιουλιανό ημερολόγιο. Ο λόγος για αυτό είναι ότι ο Καίσαρας απέτυχε να υπολογίσει σωστά το ηλιακό έτος έως 365.242199 ημέρες. Το αποτέλεσμα ήταν να προστίθενται 11 λεπτά σε κάθε έτος, ποσό που συγκεντρωμένο το έτος 100 μ.Χ. έφτασε τις 7 ημέρες και μέχρι το Μεσαίωνα «15ος αιώνας» είχε αγγίξει τις 10 ημέρες. Η ρωμαϊκή εκκλησία ενημερώθηκε για αυτό το πρόβλημα και το 1570 ο Πάπας Γρηγόριος ανέθεσε στον Ιησουίτη αστρονόμο Χριστόφορο Κλάβιους να κατασκευάσει ένα νέο ημερολόγιο. Το 1582 το Γρηγοριανό ημερολόγιο εφαρμόστηκε παραλείποντας 10 ημέρες, για εκείνο το έτος. Από τότε οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν επιλέξει την 1η Ιανουαρίου για να γιορτάσουν την άφιξη του νέου έτους.
Νικόλαος Σισκόπουλος
συνταξιούχος