* Του ευρωβουλευτή
της ΝΔ Γιώργου Κύρτσου
Καθώς πλησιάζουμε στην ώρα των μεγάλων αποφάσεων ενισχύονται οι φωνές στην κυβέρνηση, τη Βουλή, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ εκείνων που λένε όχι στον συμβιβασμό επειδή τον θεωρούν ταπεινωτικό και αντιπαραγωγικό και τάσσονται υπέρ της ρήξης με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές.
ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ
Μπερδεύουν σκόπιμα την ουσιαστική χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου, που έγινε φανερή το 2009, με τις μνημονιακές συνέπειές της, τις οποίες αντιμετωπίσαμε την περίοδο 2010-2015. Πολλοί συμπολίτες μας θεωρούν ότι για όλα φταίει το μνημόνιο ενώ στην Ε.Ε. επικρατεί η άποψη ότι για όλα φταίει η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων που οδήγησε στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου και την αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του προς τους πιστωτές του. Από αυτήν την αδυναμία προέκυψε η ανάγκη των δανειακών συμβάσεων που κάλυψαν το χρηματοδοτικό κενό και τα μνημόνια είναι οι όροι που συνοδεύουν τις δανειακές συμβάσεις.
Η ευρωπαϊκή άποψη είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα αλλά αυτό δεν καταργεί το γεγονός ότι εκατομμύρια συμπολίτες μας οδηγήθηκαν στο επαγγελματικό και το κοινωνικό περιθώριο στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Τα στοιχεία μιλάνε μόνα τους, 25% η πτώση του ΑΕΠ, ένα εκατομμύριο έχασαν τη θέση τους στον ιδιωτικό τομέα, 25%-30% πτώση του πραγματικού εισοδήματος.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές ζητούν σήμερα πρόσθετα μέτρα 4-6 δισ. ευρώ για να ολοκληρωθεί το ισχύον πρόγραμμα που έχει παραταθεί και να αρχίσουν οι δύσκολες διαπραγματεύσεις για το νέο πρόγραμμα-μνημόνιο το οποίο θα καλύψει το χρηματοδοτικό κενό του 2015-2016, δεσμεύοντας την ελληνική πλευρά σε νέα οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα. Σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός έχει ήδη υποστεί μέτρα της τάξης των 50 δισ. ευρώ η συζήτηση για την επιβολή πρόσθετων μέτρων της τάξης των 5 δισ. ευρώ μοιάζει προβοκατόρικη από κοινωνική και πολιτική άποψη.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος, οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές δεν δέχονται να επιβαρύνουν τους φορολογούμενους πολίτες των χωρών τους για να ελαφρύνουν το δικό μας φορτίο. Μας ζητάνε να φανούμε συνεπείς και να ακολουθήσουμε την πορεία της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας που πέρασαν τη δοκιμασία και βγήκαν από το μνημόνιο και της Κύπρου, το Δημόσιο της οποία βγήκε ήδη στις αγορές και ετοιμάζεται να βγει από το μνημόνιο νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό. Εάν είχαμε πάρει το καλοκαίρι του 2014 τα «τελευταία» μέτρα ύψους 2,5 δισ. ευρώ που μας ζητούσαν οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές θα είχαμε ήδη βγει από το μνημόνιο και όλα θα ήταν μια δυσάρεστη ανάμνηση. Η οικονομική και δημοσιονομική επιδείνωση που μεσολάβησε και η αδυναμία συνεννόησης της κυβέρνησης Τσίπρα με τους Ευρωπαίους εταίρους πολλαπλασιάζει το λογαριασμό και απομακρύνει την ημερομηνία εξόδου της χώρας από το μνημόνιο και τον οικονομικό καταναγκασμό που συνδέεται με αυτό.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη αλλά δεν χρειάζεται να την κάνουμε δυσκολότερη. Στη διάρκεια του τελευταίου δωδεκαμήνου αποδείχτηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική παράκαμψη του μνημονίου και πως ο μόνος τρόπος που μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό είναι να εφαρμόσουμε τις συμφωνίες και να εξασφαλίσουμε τη συνέχιση της χρηματοδότησης και της υποστήριξης των εταίρων μας. Αυτός είναι ο κανόνας που ίσχυσε για Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο και δεν προβλέπεται ευρωπαϊκή εξαίρεση για την Ελλάδα.
Μοιάζει αναπόφευκτη μια νέα σκληρή οικονομική και κοινωνική δοκιμασία, που κατά την εκτίμησή μου θα έχει διάρκεια 12-24 μήνες. Από την άλλη πλευρά, εάν εγκαταλείψουμε την προσπάθεια και στηρίξουμε την πολιτική της ρήξης με την Ε.Ε., η οποία σε επικοινωνιακό επίπεδο μοιάζει αρκετά εύκολη, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με φοβερές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Ενδεχόμενη ρήξη με τους εταίρους θα οδηγούσε στην άμεση κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, σε ενίσχυση των φαινομένων ύφεσης που μπορεί να οδηγήσει σε νέα πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 30%-40% και σε κάθετη πτώση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων, των συνταξιούχων και των οικογενειών τους.
Εάν για παράδειγμα η στάση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου οδηγήσει σε μια διαδικασία με κατάληξη την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, θα σημειωθεί ετήσιος υπερπληθωρισμός της τάξης του 15%-20%, ο οποίος θα μειώσει δραματικά το πραγματικό εισόδημα ενώ η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος θα πολλαπλασιάσει το χρέος του Δημοσίου σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη τη διαχείρισή του ακόμη και μετά την επίσημη χρεοκοπία και την έξοδο από το ευρώ.
Η αποχώρηση όμως της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν θα είναι απλά ένα οικονομικό αλλά και ένα πολιτικό γεγονός τεράστιας σημασίας. Θα επιστρέψουμε σε βαλκανικές καταστάσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια διοίκηση, το κράτος πρόνοιας, τις κοινωνικές ανισότητες, την οικονομία και την παραοικονομία και το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Είναι τέτοιο το κόστος της ενδεχόμενης ρήξης με την Ε.Ε. ώστε οι πολυάριθμοι υποστηρικτές της αποφεύγουν να αναφερθούν σε αυτό. Εκμεταλλεύονται τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλεί η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής προοπτικής, κρύβουν όμως την πικρή αλήθεια για την υποτιθέμενη εναλλακτική πρόταση.