Αυτό, άλλωστε, είναι που καθορίζει τις συμπεριφορές και την ποιότητα των ηγεσιών μας (πολιτική, οικονομική κλπ) αλλά και ημών των πολιτών που παραμένουμε πάντοτε ευκολόπιστοι στις σειρήνες του λαϊκισμού.
Το πλέον δυσερμήνευτο, όμως, είναι το γιατί ΔΕΝ κατάφερε η πατρίδα μας -όλα αυτά τα χρόνια που είναι μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και της ευρωζώνης- να αποκτήσει χαρακτηριστικά σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Γιατί δεν μπόρεσε δηλαδή να αποκτήσει πιο αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, πιο λειτουργική δικαιοσύνη, πιο σωστά οργανωμένη εκπαίδευση και, βεβαίως, γιατί δεν δημιούργησε περισσότερο δυναμικό και εξωστρεφές «επιχειρείν» το οποίο να αξιοποιεί τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
Μια αρκετά πειστική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα βρίσκεται σε μια φράση του Παναγιώτη Κονδύλη στο έργο του «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας». Εκεί -μεταξύ άλλων- διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι «η χαλαρή και ετερογενής κοινωνική συνομάδωση που ονομάστηκε αστική τάξη στην Ελλάδα ποτέ της δεν κατάφερε να δημιουργήσει γηγενή και αυτόνομο αστικό πολιτισμό με ευρύτερη κοινωνική ακτινοβολία». Και συνεχίζει: «Η χαλαρή αυτή αστική τάξη ικανοποιούσε τα αιτήματά της με τις ίδιες πελατειακές σχέσεις όπως οι απλοί ψηφοφόροι αν και εν προκειμένω η σχέση προστασίας και υπακοής με το πολιτικό προσωπικό έφθανε συχνά στην αντιστροφή ρόλων».
Με βάση τα παραπάνω, και μετά από οχτώ χρόνια «παιδευτικής διεργασίας», εξαιτίας της κατάστασης χρεοκοπίας, είναι φυσιολογικό, μάλλον, να αναρωτιέται κανείς για το αν η επιχειρηματική μας τάξη άλλαξε, με τη θέλησή της ή όχι, μεθόδους και πρακτικές. Αν, δηλαδή, οι έλληνες επιχειρηματίες υιοθέτησαν ένα πιο σύγχρονο τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων και αν κατέκτησαν το απαραίτητο “know-how” ώστε να δημιουργήσουν το δικό τους επιχειρηματικό πρότυπο.Το οποίο δεν πρέπει, ασφαλώς, να έχει καμιά σχέση με το κλασικό κρατικοδίαιτο και, εν πολλοίς, παρασιτικό μοντέλο όπως το περιέγραψε πιο πάνω ο Π. Κονδύλης. Το νέο αυτό μοντέλο, όμως, αποτελεί αναγκαστική προϋπόθεση για την ανάπτυξη που χρειάζεται μια χώρα η οποία επιδιώκει να κερδίσει το χαμένο έδαφος έναντι των ανταγωνίστριών της.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα είχε και έχει «εγκλωβισμένη» δυναμική που είναι απαραίτητο να απελευθερωθεί με μια σειρά μεταρρυθμίσεων σε τομείς του κράτους όπως αυτοί που προαναφέραμε. Αυτή, πάντως, η κρυμμένη δυναμική γίνεται εύκολα φανερή με το εξής παράδειγμα: παράγουμε ετησίως αγροτοκτηνοτροφικό προϊόν αξίας 10 δις ευρώ περίπου και εξάγουμε αντίστοιχο με αξία 6 δις ευρώ. Αντιθέτως,η Ισλανδία με προϊόν αξίας 6 δις ευρώ εξάγει- μέσω του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα-προϊόντα αξίας περίπου 20 δις ευρώ. Είναι προφανές ότι το πρόβλημά μας εδώ σχετίζεται με το επιχειρηματικό μας μοντέλο που, συν τοις άλλοις, παρεμποδίζεται από το δυσλειτουργικό κράτος.
Το επιχειρηματικό μοντέλο δεν είναι δυνατόν, βεβαίως, να αλλάξει σε λίγα χρόνια αλλά δεν μπορεί παρά να είναι προσανατολισμένο και να στηρίζεται στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα που, λίγο-πολύ, είναι γνωστά και προφανή: ήλιος, θάλασσα, κλίμα, υπέδαφος, ανάγλυφο, νησιωτικό σύμπλεγμα, τεράστιο μήκος ακτών, γεωπολιτική θέση, ποιότητα αγροτοκτηνοτροφικού προϊόντος, ισχυρό brandname στον διατροφικό τομέα, μεγάλη Ιστορία και Πολιτισμόςκ.α.
Όλα αυτά δίνουν δυνατότητες για: παραγωγή «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας, μαζικό τουρισμό, παραγωγή γευστικών ποιοτικών προϊόντων, παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, αλιεία, ιχθυοκαλλιέργειες, ναυτιλία, ακτοπλοΐα, κρουαζιέρα κ.ο.κ. Η γεωπολιτική θέση μας επιτρέπει να λειτουργούμε ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, να επεκτείνουμε το δρόμο του μεταξιού, να αναπτύσσουμε τα logistics και τις μεταφορές κάθε μορφής, να είμαστε ενεργειακός και διαμετακομιστικός κόμβος ως σταυροδρόμι τριών ηπείρων κ.ο.κ.
Είναι αυτονόητο ότι το νέο επιχειρηματικό πρότυπο στη βιοτεχνία, στη βιομηχανία, στον τομέα των υπηρεσιών αλλά και στον πρωτογενή τομέα προϋποθέτει σύγχρονη οργάνωση. Προϋποθέτει, επίσης, επικέντρωση των ενεργειών του στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κυρίως μέσω της αξιοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου, της ποιότητας και της αξιοπιστίας των προϊόντων και όχι μόνο μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας.
Προς τούτο, για να υπηρετηθεί σωστά, χρειάζονται νέοι άνθρωποι, μορφωμένοι, υψηλής εξειδίκευσης στις νέες τεχνολογίες και οι οποίοι πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνικές μάρκετινγκ και πιστοποίησης αλλά και να μπορούν να δημιουργούν δίκτυα διάθεσης των προϊόντων σε όλο τον πλανήτη. Διότι η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων είναι -σύμφωνα με πολλές μελέτες- ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής μας ανάπτυξης πολύ δε περισσότερο που οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ανταγωνιστικότητα, όμως, περιορίζεται -μεταξύ άλλων- από το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και από το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγωγών τους. Γι’ αυτό, σε ορισμένους π.χ. κρίσιμους κλάδους της μεταποιητικής βιομηχανίας, απαιτούνται συνενώσεις ομοειδών επιχειρήσεων με τη δημιουργία «συστάδων» (clusters) και επιβάλλεται η δημιουργία στρατηγικών συμμαχιών. Πολύ δε περισσότερο που το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων δεν επιτρέπει τη διάθεση πόρων για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) γεγονός που θα είχε ως συνέπεια την ποιοτική βελτίωση προϊόντων και υπηρεσιών.
Θεωρούμε πως θα συνιστούσε κρίσιμο στοίχημα για το μέλλον της χώρας η λήψη μιας ιστορικής σημασίας απόφασης εκ μέρους της επιχειρηματικής μας τάξης: να αναλάβει τη βαριά ευθύνη ώστε να γίνει -με τη συνδρομή του χρηματοπιστωτικού τομέα- η ατμομηχανή για τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας μας. Αυτό, βεβαίως, απαιτεί ισχυρή βούληση για υπέρβαση του κυρίαρχου πολιτισμικού μας προτύπου και κυρίως απαιτεί μια νέα πατριωτική στάση ζωής που, κάποιες φορές, ίσως, υπερβαίνει τα όρια του στενού επιχειρηματικού συμφέροντος. Απαιτεί ακόμη την αρωγή των υπηρεσιών ενός σύγχρονου, ευέλικτου και αποτελεσματικού κράτους που αντί να θέτει εμπόδια και να κωλυσιεργεί θα γίνεται μέρος των λύσεων.
Τότε, ευλόγως, αυτή η επιχειρηματική τάξη, που με ενσυνείδητο πατριωτισμό θα επένδυε τα κεφάλαιά της στην Ελλάδα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί τον πυρήνα μιας αναδυόμενης αυθεντικής αστικής τάξης.Τότε, επίσης, είναι πιθανό ότι θα έγραφε ο Π. Κονδύλης: «αυτή η αστική τάξη (θα) είναι ο φορέας μιας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής μας και ο φορέας μιας νέας ρωμαλέας κοσμοθεωρίας που θα μπορούσε να αποκαθηλώσει το «φεουδαρχικό» κράτος της μεταπολίτευσης και τις εν γένει δογματικές αντιλήψεις του αναχρονισμού».
Των Δημήτρη Νούλα, Γιώργου Ρήγα
Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός
Ο Γιώργος Ρήγας είναι δρ. μαθηματικός-οικονομολόγος