Περπατώντας μέσα από το κέντρο της πόλης ενόψει των Χριστουγέννων, σε μια περίοδο όπου αδυνατείς να κοντρολάρεις τη διάθεσή σου καθώς εναλλάσσεται μεταξύ οικονομικού άγχους και καταναλωτικής βουλιμίας, σαστίζεις όταν αντικρίζεις ξαφνικά μπροστά σου την φάτνη που έχει τοποθετήσει για τις γιορτές ο δήμος (Λαρισαίων) να ̓χει γίνει στάχτη! Ουδείς γνωρίζει τι συνέβη, αν πρόκειται για εμπρησμό ή για βραχυκύκλωμα. Κι ενώ μαθαίνεις ότι επίκειται αντικατάσταση τόσο της φάτνης όσο και του περιεχομένου της (οι κούκλες του Χριστούλη, των Μάγων, κτλ. ), το θέαμα αρχίζει να επιδρά εντός σου ποικιλοτρόπως. Νιώθεις σα να βρέθηκες απροσδόκητα σε έναν τόπο που ποτέ άλλοτε δεν είχες γευθεί, βρισκόταν όμως εκεί σε όλη την μέχρι τώρα ζωή σου σαν μια υπόσχεση, στέλνοντάς σου ένα μήνυμα μέσα από την ανατριχιαστική εικόνα της καμένης φάτνης : η ζωή απουσιάζει.
Πριν προλάβεις να βάλεις σε μια σειρά τις σκέψεις σου, δίχως να ξεχνάς βεβαίως και το βουνό των περιττών πραγμάτων που στοιβάζονται γύρω σου κάθε μέρα, αντιλαμβάνεσαι με ψυχραιμία τις αναμενόμενες αντιδράσεις των συμπολιτών σου: Ντροπή τους! Αντι-εξουσιαστές ή αναρχοκομμούνια κάψανε τον Χριστούλη. Τι τους έφταιγε; Δεν έχουν τον Θεό τους οι αλήτες! Οπότε, αναρωτιέσαι αν το κάψιμο της φάτνης προκαλεί τόσο πολύ πόνο και οργή, αν τελικά το νόημα των εορτών εντοπίζεται σε μια φάτνη κι ένα στολισμένο με λαμπάκια δέντρο ̇ εύλογα θα απαντήσεις αρνητικά, υποστηρίζοντας πως σημασία έχει το πνεύμα της αγάπης και η θεανθρώπινη γέννηση του Κυρίου μας, και μπλα μπλα μπλα, και μπλα μπλα μπλα. Έτσι, ελλοχεύει ο κίνδυνος να ενταχθείς σε εκείνους για τους οποίους κάνει λόγο η Καινή Διαθήκη, τους σκληροτράχηλους στην καρδιά που νομίζουν πως ο Θεός κατοικεί σε χειροποίητους τόπους. Φαίνεται πως η ευλάβειά σου ως προς το μυστήριο της γέννησης του θεανθρώπου διαθέτει μνήμη κομπάρσου – όχι πρωταγωνιστή – ούτως ώστε να μην την αφουγκράζεσαι με όλο σου το είναι. Ο νταλκάς σου είναι για το ποιος έκαψε τα χειροποίητα κουκλάκια της φάτνης ή για το αν καίγεται η ψυχή σου, η οποία είναι κατ ̓ εικόνα και καθ̓ ομοίωση του Χριστούλη;
Αν κινείσαι στη ζωή σου όλο και πιο τουριστικά, δίχως να αγγίζεις το κουκούτσι της ζωής παρά μονάχα χαϊδεύοντας πάμπολλες γυαλιστερές επιφάνειες, τότε το τώρα της καμένης φάτνης, του καμένου Χριστούλη θα επιβάλλεται πάνω σου, πανίσχυρο και ανερμήνευτο. Είναι σαν να σε ωθεί το κάψιμο της φάτνης να αρχίσεις να μαθαίνεις έναν άλλον τρόπο σκέψης, σε μια νέα γλώσσα, ξεκινώντας από το άφατο. Το εν λόγω κάψιμο, ανεξάρτητα αν προέρχεται από βραχυκύκλωμα ή εμπρησμό εμπεριέχει ένα νόημα, δεν χωρά αμφιβολία ̇ ε, λοιπόν, το νόημα αυτό παραπέμπει σε κάτι που προηγείται ή που επανέρχεται στον εαυτό του, υπάρχει δηλαδή προς μια κατεύθυνση. Εν προκειμένω, αφορά στην κατεύθυνση της χριστιανικής αγάπης, η οποία πέρα από κάθε εγώ οφείλει να αγκαλιάζει σφιχτά το εσύ του άλλου, καθότι ‹‹ο Θεός αγάπη εστί››. Ιδωμένο ψυχαναλυτικά το εν λόγω συμβάν δείχνει πως στο επίπεδο του ασυνειδήτου, η σχέση του υποκειμένου (ως προς τη στάχτη) με το συμβολικό (νόημα) είναι θεμελιώδης. Να σημειωθεί ότι ο Λακάν ισχυρίστηκε ότι, ενώ μένουμε περιορισμένοι και φοβισμένοι μέσα στον κομφορμισμό, τρέμουμε μην τυχόν και τρελαθούμε σε περίπτωση που πάψουμε να λέμε ακριβώς τα ίδια πράγματα με τους άλλους: αυτό ορίζει την συνθήκη του μοντέρνου ανθρώπου.
Ωστόσο, ό,τι καίγεται αποτελεί πάντα απελπισία; Ακόμα κι αν αυτό που καίγεται αφορά το υποκριτικο-τυραννικό εγώ σου; Να μην λησμονηθεί εκείνη η καζαντζακική διήγηση για έναν ενάρετο ασκητή που μπόρεσε να μπει ‹‹στην Παράδεισο›› όταν απάντησε εσύ, αντί εγώ στην ερώτηση ποιος είναι, κάθε φορά που χτυπούσε την πόρτα. Επομένως, το αχόρταγο θηρίο που λέγεται Εγώ ίσως να μη χωρά να μπει σε καμιά φάτνη. Ως εκ τούτου, η στάχτη της φάτνης έμμεσα σε προστατεύει με το να σου υπενθυμίζει την φθαρτότητα σου. Εκεί όπου δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, όπως μπροστά σε μια καμένη φάτνη, εκεί μπορείς τουλάχιστον να συναισθάνεσαι ανεξάντλητα σε τέτοιο βαθμό που να – επιθυμείς να – γεννιέται μέσα σου συνεχώς ο μικρός Χριστός. Με άλλα λόγια, ανάμεσα στο θαύμα της καθημερινότητας και τον κίνδυνο αφανισμού αυτής, διαισθάνεσαι πως η ζωή βρίσκει πάντοτε τρόπο να σε συγκινεί. Το κάψιμο της φάτνης φιλοδοξεί να βάλει φραγμό σε ένα πλήθος δικών σου εορταστικών ευχών, εν γένει ακαλλιέργητων, που τείνουν να μεταμορφωθούν σε ναρκωτικά φυτά εσωτερικού χώρου.
Απέναντι σε μια εποχή ανέραστη, τυχαίνει να γίνεις μάρτυρας μιας φάτνης που κάηκε ̇ η φάτνη πάντως της Βηθλεέμ δεν γίνεται να καεί, καθότι συνιστά τρόπο ύπαρξης, συνιστά ήθος, δηλαδή ‹‹ έκρηξη ελευθερίας ενός προσώπου που ξέρει μόνο να αγαπά. Και η αγάπη είτε έτσι είτε αλλιώς αποτελεί την άρση οποιασδήποτε βεβαιότητας, οποιασδήποτε καταθλιπτικής μονιμότητας ›› . Είναι σίγουρο πως εσύ, άνθρωπε, δεν μπορείς να δώσεις ζωή σε κάτι που είναι στάχτη-νεκρό, ο Θεός όμως δύναται να γεννηθεί από τον άνθρωπο. Άρα, τι θα μπορούσε να γίνει ; Αντί να αντικατασταθει, η φάτνη θα ̓ πρεπε να διατηρηθεί όπως είναι, καμένη, ούτως ώστε να συγκεντρώσει γύρω της πιστούς που λαχταρούν με όλη τους την καρδιά να ψάλλουν ύμνους κατά τη διάρκεια του εορταστικού δωδεκαήμερου, προσφέροντας τη χαμένη θαλπωρή στον καμένο Χριστούλη. Ίσως και το άστρο της Βηθλεέμ να ̓ χει πίσω του μια πικρόχολη ιστορία ανάλογη με τούτη που αφορά το κάψιμο της φάτνης (στη Λάρισα). ‹‹Η αγάπη››, γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ‹‹από λαχτάρα που ήταν / έγινε φίλη καλή ̇ / μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου. / Στέρησέ με – παρακαλώ το Άγνωστο – / για να επιζήσω›› : για να προσεγγίσεις αυτό το ον που ονομάζεται άνθρωπος, κάλλιο να ξεκινήσεις από τη στάχτη χαμηλά, παρά από τα σύννεφα ψηλά – Καλή Χριστού Γέννα να έχουμε όλοι μας!
Ζιώγας Απόστολος
βιολόγος
email: ziogasapostolos12@gmail.com