Στα 19 του χρόνια ενώ μετακομίζει σε κάποιο μέρος, οι επιθέσεις των ληστών είναι συχνό φαινόμενο, τραυματίζεται σοβαρά με το ίδιο του το ξίφος. Η αιμορραγία σταματάει εγκαίρως αλλά καταλαβαίνει από τη μια μεριά ότι ξέφυγε το θάνατο και από την άλλη ότι όλα γύρω του είναι μάταια. Ένα δεύτερο περιστατικό συμβαίνει το 1500, η καταιγίδα, ο κεραυνός και το χάσιμο δύο από τα δάκτυλά του, βάζει στην καρδιά του ένα τρελό φόβο. Ο Λούθηρος αναζητά τότε την ειρήνη μέσω ενός αυστηρού ασκητισμού ανάμεσα στους μοναχούς του Αγίου Αυγουστίνου, μια περίοδος δέκα ετών, που θα του επιτρέψει να μελετήσει τη γραφή και να καταλάβει ότι ο Θεός είναι δημιουργός του σύμπαντος, ένα πρόσωπο ζωντανό που θα υποχρεωθεί να συναντήσει κάποια μέρα. Και η σκέψη αυτή του προκαλεί τρόμο. Και κάτι ακόμα, καταλαβαίνει την απόλυτη αγιότητα του Θεού. Μπροστά σε ένα τέτοιο επίπεδο απαίτησης, ο Λούθηρος αναρωτιέται πώς ένας τέτοιος Θεός μπορούσε ποτέ να ικανοποιηθεί εκ μέρους του ανθρώπου. Πόσα καλά έργα θα πρέπει να κάνει για να μπορεί να ελπίζει ότι κάποια μέρα θα γίνει δεκτός από τον Θεό. Ανακαλύπτει λοιπόν με οδύνη ότι είναι αδύνατον να δρασκελίσει κανείς την άπειρη απόσταση που χωρίζει τον αμαρτωλό άνθρωπο από τον Άγιο Θεό. Όταν ο Λούθηρος διαπιστώνει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ικανοποιήσει εντελώς τη δικαιοσύνη του Θεού, η απελπισία φωλιάζει και πάλι στην καρδιά του και αργότερα θα πει αναφορικά με αυτή την περίοδο της ζωής του: Τότε ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στη γη.
Νικ. Σισκόπουλος