Το βλέμμα της Χαράς άφησε το σοκάκι και χάθηκε για λίγο στις διάφορες βιτρίνες, μαζί με τις σκέψεις της. Έμεινε λίγο περισσότερο κοιτώντας μια βιτρίνα με επιτραπέζια ρολόγια και μετά συνέχισε να περπατά. Αφηρημένα χαιρετά ένα γνωστό της ζευγάρι που περνά τυχαία δίπλα της. Της το ανταποδίδουν κι αυτοί αδιόρατα. Η πόλη είναι πολύβουη, άνθρωποι πηγαινοέρχονται συνεχώς, γυρίζει κι αυτή στους δρόμους. Περπατά με αργό βήμα, ανήσυχη, στεναχωρημένη, κάποιος πλανόδιος πωλητής, ζωσμένος με γυναικείες τσάντες την πλησιάζει, την κοιτά για μερικά δευτερόλεπτα και φεύγει χωρίς να προσπαθήσει να της πουλήσει την πραμάτεια του. Βράδιασε για τα καλά μ’ αυτή συνεχίζει. Έφτασε στο αρχαίο θέατρο, στο άλλοτε κέντρο της κοινωνικής ζωής των αρχαίων κατοίκων της πόλης της. Είναι κατάφωτο, είναι όμορφο, της αρέσει πολύ αυτός ο συνδυασμός της αρχαίας και της σύγχρονης εποχής που επιτυγχάνεται και δημιουργείται από την ύπαρξη αυτού του αρχαίου θεάτρου, μέσα στον ιστό της πόλης. Απολαμβάνει την απόκοσμη αίσθηση που αναδύεται, εωσότου αυτή σβήσει από τη νυχτερινή ζωή που είναι πάντα εκεί. Πήρε για λίγο μια βαθιά ανάσα αισιοδοξίας και συνέχισε, συνέχισε να περιπλανιέται άσκοπα, στην τύχη, σε δρόμους, σε στενά. Οι βραδινοί περιπατητές όλο και λιγοστεύουν καθώς περνά η ώρα• έφτασε στους έξι δρόμους χωρίς να το καταλάβει καν. Κοιτά τα φωτισμένα παράθυρα και βλέπει τις άλλες ζωές, ζωές διαφορετικές. Παιδιά που παίζουν ή βλέπουν τηλεόραση, οικογένειες που τρώνε και νιώθει να ζηλεύει. Βλέπει σύντομες χαρούμενες σκηνές να περνάνε μπροστά από τα μάτια της. Έτσι κάπως ονειρευότανε και τη δική της οικογενειακή ζωή, αλλά ατύχησε, ατύχησε στον γάμο της.
Στα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου της, η έντονη ζήλεια του ανθρώπου που αποφάσισε να έχει δίπλα της, την κολάκευε, έθρεφε τον γυναικείο της εγωισμό. Ήτανε δεκτική σε όλα και έκανε καιρό να καταλάβει πως αυτή η συμπεριφορά του άντρα που παντρεύτηκε, ήταν παθολογική. Δεν μπορούσε να ήταν αγάπη όλο αυτό, δεν ήταν αγάπη ούτε συντροφικότητα, ήταν κάτι το άρρωστο πέρα για πέρα. Ήταν μια αγάπη αντιφατική, χωρίς αξία που την εξουθένωνε. Προσπάθησε αργότερα να τον βοηθήσει, να τον κατανοήσει, δεν τα κατάφερνε. Η ζήλεια του δεν καταλάγιαζε, το πάθος του την εξαντλούσε. Της καταλόγιζε πράγματα ανύπαρκτα, πιανόταν από τις λέξεις, από τις χειρονομίες της, έχανε την υπομονή της, έχανε το κουράγιο της. Όλα αυτά που νόμιζε σαν αρχικές δυσκολίες, έγιναν μια μόνιμη κατάσταση. Ήταν πάντοτε στη ζωή της δυναμική, μοντέρνα, δεν ήθελε να αλλάξει, δεν ήθελε να χάσει τον εαυτό της, αλλά άλλαζε. Άκουγε παλαιότερα πολλές φορές, πριν παντρευτεί για άλλες σχέσεις, άκουγε τις λέξεις: τη ζηλεύει, υποφέρει, αλλά δεν τις κατανοούσε, δεν τις καταλάβαινε, δεν έδινε στις λέξεις το νόημα που έπρεπε. Τώρα που το ζούσε, κατανοούσε το μέγεθος του προβλήματος. Από κοινωνική, χαρούμενη και γελαστή, έγινε εσωστρεφής, άκεφη και αγέλαστη. Η κοινωνική της απομόνωση ήρθε σαν συνέπεια, δεν την είχε επιλέξει η ίδια. Τον τελευταίο καιρό, δεν της έκανε αίσθηση να βγει, να περιποιηθεί την εμφάνισή της κι αυτό τη φόβιζε. Έχανε τις επιθυμίες της. Έπρεπε να βρει τη δύναμη να αντιδράσει, να αντιδράσει περισσότερο, έπρεπε να βρει τη δύναμη να ξαναρχίσει να ονειρεύεται, να βάλει και πάλι τα χρώματα στην καθημερινότητά της. Δεν μπορούσε να συνεχίσει τη τωρινή της ζωή, να αντέχει τα απίθανα συμβάντα που ξεσπούσαν καθημερινά, είχε κι αυτή δικαίωμα στον σεβασμό. Από το μυαλό της περνούν συχνά και οι ενοχικές σκέψεις, μήπως έφταιγε αυτή; Μήπως ντύνονταν προκλητικά; Μήπως χαμογελούσε συχνά… πολλά μήπως. Αναζητούσε δικά της σφάλματα για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του, χάνοντας τη δική της συναισθηματική ισορροπία. Όχι, δεν έφταιγε αυτή, δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα για τίποτα, για το μόνο που έφταιγε, ήταν που υπέμενε όλη αυτή την καταπίεση, που πίστευε ότι θα έφτανε η υπομονή της για να αλλάξει τον γάμο της. Έφταιγε για τους συμβιβασμούς της, για τις ταπεινώσεις και τις προσβολές που δεχότανε αδιαμαρτύρητα. Έφταιγε γιατί της αρκούσαν οι λίγες στιγμές κανονικής συμβίωσης που περισυνέλεγε από τον γάμο της.
Κατευθύνετε προς την μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία, περνά ανάμεσα από άδεια τραπέζια• ακολουθεί μια πολυσύχναστη οδό που όμως εκείνη την ώρα είναι σχεδόν άδεια από κόσμο, τα φώτα την κάνουν να νιώθει καλύτερα. Φευγαλέα βλέμματα πέφτουν επάνω της, από ανθρώπους που εκείνη την ώρα γυρίζουν σπίτι τους. Αυτή όμως θα πάρει άλλον δρόμο. Όχι, δεν θα παραδινόταν στην θλίψη και στην απελπισία, θα έβρισκε τη δύναμη που χρειαζόταν για μια καινούρια αρχή, τίποτα δεν είχε τελειώσει στην ζωή της. Δεν είχε ανάγκη από μια αγάπη χωρίς αξία. Ένιωσε μέσα της πως είχε τις δυνάμεις να ξαναρχίσει, να ξαναρχίσει να κάνει όνειρα και η σκιά ενός χαμόγελου άρχισε να σχηματίζεται στα χείλη της.
Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη