Τα περισσότερα ζευγάρια έρχονται για θεραπεία επειδή η σχέση τους δεν είναι αυτή που φαντάστηκαν όταν παντρεύτηκαν. Τα θετικά συναισθήματα που νιώθανε στην αρχή, τότε που φαντάζονταν μια καλύτερη ζωή με τον σύντροφό τους από ό, τι ήταν χωρίς αυτόν, δίνουν τη θέση τους στο αίσθημα της αδικίας και στην ανταλλαγή κατηγοριών και παραπόνων. Έρχονται στη θεραπεία με την ελπίδα να αλλάξει ο άλλος και να βρουν το δίκιο τους, βιώνοντας τις απογοητεύσεις του γάμου είτε ως προσωπική αποτυχία είτε ως αποτυχία του άλλου. Στη διαδικασία της συζυγικής θεραπείας για να ξεμπερδευτεί το κουβάρι, πέρα από την κατανόηση της προσωπικής ευθύνης και συμμετοχής στον «καβγά», είναι απαραίτητο τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα να μετακινηθούν από τον εαυτό στη σχέση. Η εστίαση στη σχέση κι όχι στα άτομα εισάγει την ιδέα πως αντί να προσπαθεί να αλλάξει ο ένας τον άλλο, μπορούν να συνεργαστούν για να αλλάξουν από κοινού την ποιότητα του γάμου. Έτσι αντί να κατηγορούν ο ένας τον άλλο και να χάνονται σε στείρες αντιπαραθέσεις αναζητώντας το δίκιο και το άδικο, επικεντρώνονται στο πώς θα χτίσουν μια επιθυμητή σχέση.
Το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία είναι να εστιάσουν στους τομείς της σχέσης τους που λειτουργούν καλύτερα. Οι τομείς αυτοί μπορεί να είναι ο γονεϊκός τους ρόλος, η συνεργασία, η διαπροσωπική και σεξουαλική τους σχέση. Αφού το ζευγάρι ανακαλύψει έναν τομέα που τα πάει καλύτερα (όπως παραδείγματος χάρη, είναι δύο καλοί γονείς ή έχουν καλή ερωτική ζωή), τότε εργαζόμαστε πάνω στο πώς το πετυχαίνουν αυτό. Όταν ο φακός επικεντρώνεται σε αυτό που κάνουνε καλά, δημιουργείται ένα θετικότερο κλίμα ώστε το ζευγάρι στη συνέχεια να κάνει και άλλες συνδέσεις που θα βελτιώσουν την επικοινωνία και τη λειτουργικότητά του.
Το δεύτερο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αξιοποίηση της διαφοράς. Οι άνθρωποι μισούνε τις διαφορές τόσο όσο αγαπούνε τις ομοιότητες. Όσο διαρκεί ο έρωτας, οι διαφορές δεν γίνονται αντιληπτές. Στη συνέχεια όμως της σχέσης, όταν ο έρωτας δεν μετατρέπεται σε κάτι πιο βαθύ και η σχέση δεν αλλάζει, οι άνθρωποι αρχίζουν να βλέπουν τις διαφορές και απογοητεύονται. Θεωρούν πως ο σύντροφός τους μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο από αυτό που ερωτεύτηκαν. Όταν αρχίσει το ζευγάρι να αναγνωρίζει και να επιτρέπει τη διαφορετικότητα μπαίνει σε μια νέα διαπραγμάτευση να ορίσει όχι τη φαντασιακή σχέση που θα επιθυμούσαν, αλλά τη σχέση που δύναται να κάνουν με τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Στη φάση αυτή το ζευγάρι θα κατανοήσει καλύτερα τις προβολικές ταυτίσεις που τροφοδοτούν τους άκαμπτους ρόλους, τους οποίους κουβαλά κάποιος από παιδί και λειτουργούν διασπαστικά στη συνοχή της σχέσης και θα ορίσει το νέο συμβόλαιο. Εδώ μιλάμε για το πολύ σημαντικό έργο, όλες αυτές οι διαφορές που δημιουργούν τις εντάσεις να μετασχηματισθούν σε νέες συνθέσεις. Όλα αυτά που τα ζευγάρια νιώθουν ότι τους χωρίζουν να αξιοποιηθούν για να τους ενώσουν. Όσο αναγνωρίζει ο καθένας τη διαφορετικότητα του άλλου τόσο μαθαίνει να τη σέβεται, να μην νιώθει ότι απειλείται και να μην παίρνει τις διαφορές προσωπικά. Επιτρέπει επίσης στον άλλο να είναι ο εαυτός του και να νιώθει πως μπορεί μέσα στη σχέση να εκπληρώνει τους στόχους του.
Τα δύο παραπάνω βήματα αφορούν έναν μικρό αριθμό θεραπευτικών συνεδριών, όπου σε κάθε περίπτωση η διερεύνηση της ποιότητας της σχέσης αφορά όλους τους τομείς της συζυγικής ζωής. Ο τομέας του γονεϊκού ρόλου αναφέρεται από τα ζευγάρια ως ο περισσότερο πετυχημένος, συνήθως, κυρίως γιατί ο ρόλος αυτός ενέχει δυνατές συγκινήσεις που έρχονται έξω από τον εαυτό και τη σχέση, δηλαδή από τα παιδιά. Όταν βέβαια ένα ζευγάρι δυσλειτουργεί και στον γονεϊκό του ρόλο, τότε σημαίνει πως υπάρχει μεγαλύτερη ένταση και ίσως και ανεπίλυτες συγκρούσεις.
Ο άλλος σημαντικός τομέας στη σχέση των συντρόφων είναι η λειτουργία τους ως συνεργάτες στις ευθύνες του νοικοκυριού. Ποιος συμμετέχει και πώς στις δουλειές του σπιτιού, ποιος διαχειρίζεται τα οικονομικά, ποιος αποφασίζει για τα θέματα των παιδιών, κοκ.
Η σύγχρονη συμβίωση απαιτεί το ζευγάρι να μοιράζεται αρμονικά τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του νοικοκυριού έξω από τα κοινωνικά στερεότυπα και τα στερεότυπα του φύλου. Ο στόχος είναι να μην δημιουργούνται ζώνες αποκλειστικής ευθύνης, αλλά μια συνεργατική μορφή γάμου που να αξιοποιεί τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητες του καθενός προς όφελος της σχέσης.
Ο τομέας της διαπροσωπικής σχέσης του ζευγαριού αφορά στην ικανοποιητική ερωτική ζωή και τη συντροφικότητα, δηλαδή τη συναισθηματική και σεξουαλική κάλυψη και το πώς το ζευγάρι μαθαίνει να μοιράζεται εμπειρίες, συναισθήματα και προβληματισμούς. Το ζευγάρι χρειάζεται να μάθει πώς να ρυθμίζει τη μεταξύ του απόσταση ούτως ώστε η σχέση να μην καταργεί την ατομικότητα και η ατομικότητα να λειτουργεί συνθετικά.
Χρειαζόμαστε μια νέα αφήγηση για το μοντέλο των συντροφικών σχέσεων, δίχως πρίγκιπες και πριγκίπισσες, που να στηρίζεται στη δέσμευση των συντρόφων για εργασία και φροντίδα της σχέσης. Οι σχέσεις χτίζονται και η συμβουλευτική ζεύγους μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ώστε το οικοδόμημα της σχέσης να αποκτήσει γερά θεμέλια.
Του Γιώργου Γιαννούση
ψυχοθεραπευτή,
οικογενειακού θεραπευτή