Αλλά, είσαι και μες στα τσιμέντα. Σηκώνεις το κεφάλι απ’ το γραφείο, κοιτάς έξω, τι να δεις, μοναχά γκριζαρισμένα ντουβάρια, λερωμένα απ’ την κάπνα και παράθυρα άλλων γραφείων με βρώμικα τζάμια, όπου δουλεύουν κι άλλοι «φυλακισμένοι». Και όλοι τρέχουν. Να προλάβουν, τράπεζες, υπηρεσίες, μαγαζιά, στο τέλος έχουν ξεχάσει οι ανθρώποι γιατί ακριβώς τρέχουν.
Αλλά,εφέτος, αλλάξαν όλα. Η Υπηρεσία με έστειλε σε ένα χωριό, δύο βήματα απ’ τη Λάρισα, και ήταν κάτι σαν ανάσα. Η Λάρισα έχει τη φύση δίπλα της, αλλά ο κόσμος –τι διάολο, μάγια του ‘χουν κάνει;- πάλι στο κέντρο, μεταξύ πλατείας Ταχυδρομείου και Τρίγωνης στριμώχνεται. Μέλι έχει εκεί; Μάλλον…
Κάπως έτσι, μετά από πολλά χρόνια, «πρωί με τη δροσούλα χαρούμενος ξυπνώ», που μας μάθαινε και η κυρά – δασκάλα, κι αφού θυμηθώ πού στην ευχή έχω παρκάρει, ξεκινώ οδικώς για τη δουλειά…
Στο μεταξύ προχώρησε το χινόπωρο, ώρα 7 το πρωί η πόλη είναι μες «στα σκοτίδια», οι «πρωινοί» κυκλοφορούμε με αναμμένα τα φώτα, αλλά έτσι κι έπιασες Γιάννουλη… Ε, ρε παιδί μου… Άλλος κόσμος ! Άλλος Θεός ! Πιάνει ο ήλιος και ξεπροβάλλει απ’ τον Κίσσαβο. Διαλύει την πρωινή ομίχλη και βουτάει μέσα στον Πηνειό, σαν να θέλει να κάνει μπάνιο, να ξυπνήσει. Περνάω απ΄ τη γέφυρα του Αισθητικού Άλσους και τον χαζεύω, λες κι έχουμε κάθε μέρα ραντεβού. Αφού λέω μέσα μου, «μαζέψουουου…» θα τρακάρεις καμιά μέρα και θα γελάει ο κόσμος με σένα…
Τέλος πάντων μέσα σε ένα πεντάλεπτο ο ήλιος έχει σηκωθεί κιόλας ψηλά, και το τοπίο καθαρίζει… Τοπίο; Πίνακας ζωγραφικής πες καλύτερα, ανάμεσα σε ρομαντισμό και ιμπρεσιονισμό. Απ’ τη μια η «πυραμίδα» του Κισσάβου, απ’ την άλλη ο αχανής όγκος του Ολύμπου και στη μέση ο ασάλευτος κάμπος που αλλάζει χρώματα κάθε εποχή.
Αυτές τις μέρες ο κάμπος είναι λευκός. Μια θάλασσα από βαμβακιές άλλες μισομαζεμένες, άλλες φορτωμένες, έτοιμες πάντως να δώσουν στους παραγωγούς τον καρπό τους. Μια θάλασσα που κουνιέται νωχελικά, σαλεύει, κυματίζει, καθώς φυσά το πρωινό αεράκι. Περιμένουν όλοι τον ήλιο που θα στεγνώσει τα φυτά, θα αφαιρέσει την πρωινή δροσιά, ώστε η συγκομιδή να συνεχιστεί.
Κάποτε, ανάλογες εικόνες διανθίζονταν από γυναίκες. Μυρμηγκιές από γυναίκες, φορώντας παλιορόμπες και λευκά τσεμπέρια στο κεφάλι για τον αδυσώπητο φθινοπωρινό ήλιο, ξεκινούσαν για το χωράφι. Εργάζονταν σκυφτές ώρες πολλές. Ήταν χωριανές, ήταν εργάτριες από τις φτωχογειτονιές της πόλης, ήταν τσιγγάνες μαυρόπετσες, σκληραγωγημένες… Δούλευαν αμίλητες σαν μηχανές, κάνοντας «χουτζιούμι» για ελάχιστα μόνο λεπτά, ίσα να βάλουν δύο μπουκιές στο στόμα. Δεν είχαν περιθώρια. Το μεροκάματο ήταν ευθέως ανάλογο με τα κιλά που θα συγκόμιζαν, ποια εργατικά δικαιώματα και κουραφέξαλα , δουλειά σκλάβου ήθελε τότε η γη για να σου δώσει πέντε δεκάρες να βγάλεις χειμώνα, πώς θαρρείς στήθηκε και επιβίωσε μεταπολεμικά αυτός ο τόπος, πριν πέσει το χρήμα απ’ την ΕΟΚ και αρχίσει το άσκεφτο ξόδεμα;
Τα χωράφια είναι άδεια τώρα, είναι άδεια εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Από παντού ξεπροβάλλουν τα «θηρία»... Θηριώδεις βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές που καταπίνουν το φυτό και αποδίδουν το πολύτιμο βαμβάκι καθαρό στην καρότσα, έτοιμο για το εκκοκκιστήριο. Τον είπαν κάποτε λευκό χρυσό – και ήταν!- τώρα όλο παράπονα ακούς. Πως δεν βγαίνει πια, τα γεωργοεφόδια πήγαν «παν και ξαπάν», οι προϋποθέσεις για επιδοτήσεις όλο και αυστηροποιούνται, τώρα μας βάζουν και φόρους, « πού θα πάει αυτή η δ’λια, αι πες εσύ, να σι πω κι εγώ…».
Στην πλατεία του χωριού επικρατεί ηρεμία το πρωί, δεν υπάρχει κίνηση ούτε από τρακτέρ, οι αγροτικές δουλειές δεν άρχισαν ακόμη. Σε μια από τις δύο καφετέριες του χωριού, από αυτές με τα ξεφτισμένα βελούδινα καθίσματα και τη βαριά μυρωδιά της βραδινής τσιγαρίλας, βλέπεις συνήθως αγουροξυπνημένα και αξύριστα μούτρα. Παραγγέλνουν φρέντο- δεν έπιασε ακόμη το κρύο- διαβάζουν την «Ελευθερία» ή παρακολουθούν αθλητικά στην τηλεόραση, από ένα συνδρομητικό κανάλι που δίνει και προγνωστικά για το στοίχημα.
- Θα την παίξουμε διπλό τη Μάντζεστερ ρε Θωμά; Α, τι λες;
(Με τα έσοδα από το βαμβάκι πεσμένα, είναι και η... Μάντζεστερ μια κάποια λύση).
Δεν χρειάζεται καν να παραγγείλω- ο άνθρωπος πίσω από την μπάρα ξέρει ήδη τις προτιμήσεις μου, «τον γνωστό ε, δάσκαλε;», γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά σαν καλός επαγγελματίας τις προτιμήσεις όλων των θαμώνων σε καφέδες το πρωί, σε ποτά το βράδυ.
Περιμένοντας τον καφέ, το πλάνο στην τηλεόραση έχει αλλάξει, δύο βουλευτές, ένας κυβερνητικός κι ένας της ΝΔ έχουν κιόλας υψώσει τους τόνους. Μιλούν για υψηλή φορολογία που σκοτώνει την ανάπτυξη, για την ανάγκη προσέκλυσης επενδύσεων με τόσο ζήλο, λες και είναι δική τους υπόθεση ρε παιδί μου! Πού τη βρήκαν τόση φωνή πρωί – πρωί, τι όνειρο είδαν;
- «Η χώρα πρέπει να στραφεί επειγόντως στην πρωτογενή παραγωγή κύριε συνάδελφε και η Κυβέρνησή σας δεν έχει σχέδιο επ’ αυτού... » (όπως είχατε κι εσείς ε;).
Από κάτω, η περιβόητη... «πρωτογενής παραγωγή» (Μήτσος, Θωμάς, Γιάννης, Κώστας) που ετοιμάζονται να φύγουν για το χωράφι, μάλλον δεν τους παίρνουν και πολύ στα σοβαρά:
-Λέγε, α Θωμά… Θα παίξουμε Μάντζεστερ ή Σαχτάρ;
Και η μέρα συνεχίζεται, μια ακόμη μέρα στην περιφέρεια, με τις δικές της δουλειές, τους δικούς της ρυθμούς, αλλά πάντα με ένα ήλιο που είναι έτοιμος να σ’αγκαλιάσει κάθε εποχή, σχεδόν με στοργή, και να σε κάνει να σκεφτείς την ομορφιά της ζωής στην εκπληκτική αυτή χώρα…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr